κωμομισθωτής: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=komomisthotis
|Transliteration C=komomisthotis
|Beta Code=kwmomisqwth/s
|Beta Code=kwmomisqwth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[official of a]] κώμη [[who leases out land]], PTeb.183 (ii B.C.).</span>
|Definition=κωμομισθωτοῦ, ὁ, [[official]] of a κώμη [[who leases out land]], PTeb.183 (ii B.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωμομισθωτής]], ὁ (Α)<br />[[υπάλληλος]] που ήταν [[εντεταλμένος]] για την [[εκμίσθωση]] κτημάτων της κώμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώμη]] <span style="color: red;">+</span> -[[μισθωτής]] (<i>μισθοῦμαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιματιο</i>-[[μισθωτής]], <i>υπο</i>-[[μισθωτής]].
|mltxt=[[κωμομισθωτής]], ὁ (Α)<br />[[υπάλληλος]] που ήταν [[εντεταλμένος]] για την [[εκμίσθωση]] κτημάτων της κώμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώμη]] <span style="color: red;">+</span> -[[μισθωτής]] (<i>μισθοῦμαι</i>), [[πρβλ]]. [[ιματιομισθωτής]], [[υπομισθωτής]].
}}
}}

Latest revision as of 09:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμομισθωτής Medium diacritics: κωμομισθωτής Low diacritics: κωμομισθωτής Capitals: ΚΩΜΟΜΙΣΘΩΤΗΣ
Transliteration A: kōmomisthōtḗs Transliteration B: kōmomisthōtēs Transliteration C: komomisthotis Beta Code: kwmomisqwth/s

English (LSJ)

κωμομισθωτοῦ, ὁ, official of a κώμη who leases out land, PTeb.183 (ii B.C.).

Greek Monolingual

κωμομισθωτής, ὁ (Α)
υπάλληλος που ήταν εντεταλμένος για την εκμίσθωση κτημάτων της κώμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + -μισθωτής (μισθοῦμαι), πρβλ. ιματιομισθωτής, υπομισθωτής.