μάκτρον: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
mNo edit summary |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=maktron | |Transliteration C=maktron | ||
|Beta Code=ma/ktron | |Beta Code=ma/ktron | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[wiper]], [[towel]], Alex.Trall.''Febr.''1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0086.png Seite 86]] τό, Tuch zum Abwischen, Aler. Trall. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0086.png Seite 86]] τό, Tuch zum Abwischen, Aler. Trall. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[μάκτρον]])<br />[[κομμάτι]] υφάσματος με το οποίο σκουπίζει ή σκουπίζεται [[κάποιος]], προσόψιο, [[πετσέτα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρατ.</b> ξύλινο [[κοντάρι]] με κυλινδρική [[ψήκτρα]] στην [[άκρη]] του, με την οποία καθαρίζεται και επαλείφεται με λιπαντικό το [[κοίλο]] τών σωλήνων τών πυροβόλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μακ</i>- του [[μάσσω]] «[[ζυμώνω]], [[μαλάσσω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. [[πλήκτρο]])]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάκτρον''': τό, τὸ δι’ οὗ σπογγίζεταί τις, «προσόψι», «χαυλί», Εὐμάθ. σ. 62, Ἀλεξ. Τραλλ. 12. 671. | |lstext='''μάκτρον''': τό, τὸ δι’ οὗ σπογγίζεταί τις, «προσόψι», «χαυλί», Εὐμάθ. σ. 62, Ἀλεξ. Τραλλ. 12. 671. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[προσόψι]], [[πετσέτα]]). Ἀπό τό [[μάσσω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:08, 31 May 2024
English (LSJ)
τό, wiper, towel, Alex.Trall.Febr.1.
German (Pape)
[Seite 86] τό, Tuch zum Abwischen, Aler. Trall.
Greek Monolingual
το (Α μάκτρον)
κομμάτι υφάσματος με το οποίο σκουπίζει ή σκουπίζεται κάποιος, προσόψιο, πετσέτα
νεοελλ.
στρατ. ξύλινο κοντάρι με κυλινδρική ψήκτρα στην άκρη του, με την οποία καθαρίζεται και επαλείφεται με λιπαντικό το κοίλο τών σωλήνων τών πυροβόλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ- του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» + επίθημα -τρον (πρβλ. πλήκτρο)].
Greek (Liddell-Scott)
μάκτρον: τό, τὸ δι’ οὗ σπογγίζεταί τις, «προσόψι», «χαυλί», Εὐμάθ. σ. 62, Ἀλεξ. Τραλλ. 12. 671.
Mantoulidis Etymological
(=προσόψι, πετσέτα). Ἀπό τό μάσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.