περιδέραιος: Difference between revisions
δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perideraios | |Transliteration C=perideraios | ||
|Beta Code=peride/raios | |Beta Code=peride/raios | ||
|Definition= | |Definition=περιδέραιον, ([[δέρη]])<br><span class="bld">A</span> [[passed round the neck]], ὁ π. κόσμος Plu.''Galb.'' 17; οἱ π. τῶν στεφάνων Id.2.647f.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[περιδέραιον]], τό, [[necklace]], Ar.''Fr.''320.5, ''Com.Adesp.''146, Arist.''Po.''1454b24, Plu.''Sert.''14, Luc.''Pisc.''12, etc.<br><span class="bld">2</span> [[collar]] of a pillory, Id.''Lex.''10. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0572.png Seite 572]] um den Hals gehend; [[στέφανος]], Plut. Symp. 3, 1; auch περιδέῤῥαιος geschrieben, Conjug. praec. 427. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0572.png Seite 572]] um den Hals gehend; [[στέφανος]], Plut. Symp. 3, 1; auch περιδέῤῥαιος geschrieben, Conjug. praec. 427. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ος, ον :<br />[[qu'on met autour du cou]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δέρη]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περιδέραιος -ον [[[περί]], [[δέρη]]] om de hals zittend; subst. τὸ π. halsketting; halsband. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''περιδέραιος:''' [[надеваемый]] (надетый) на шею ([[κόσμος]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''περιδέραιος:''' -ον ([[δέρη]]), αυτός που περνά γύρω από το λαιμό· ως ουσ., [[περιδέραιον]], <i>τό</i>, [[περιδέραιο]], [[κολιέ]], σε Αριστ., Πλούτ. | |lsmtext='''περιδέραιος:''' -ον ([[δέρη]]), αυτός που περνά γύρω από το λαιμό· ως ουσ., [[περιδέραιον]], <i>τό</i>, [[περιδέραιο]], [[κολιέ]], σε Αριστ., Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περιδέραιος''': -ον, ([[δέρη]]) ὁ περὶ τὴν δέρην, [[ἤτοι]] τὸν τράχηλον φορούμενος, ὁ π. [[κόσμος]] Πλουτ. Γάλβ. 17· [[στέφανος]] ὁ αὐτ. 2. 647Ε, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλέα Τάτ. σ. 519. ΙΙ. περιδέραιον, τό, [[κόσμημα]] περὶ τὸν τράχηλον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 5, Ἀριστ. Ποιητ. 16, 3, Πλουτ. Σερτ. 14, Λουκ. Ἁλιεὺς 12, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περιδέραια· περιτραχήλια, ἢ ἐνώτια». | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=περι-δέραιος, ον, [[δέρη]]<br />passed [[round]] the [[neck]]: as | |mdlsjtxt=περι-δέραιος, ον, [[δέρη]]<br />passed [[round]] the [[neck]]: as [[substantive]], [[περιδέραιον]], ου, a [[necklace]], Arist., Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
περιδέραιον, (δέρη)
A passed round the neck, ὁ π. κόσμος Plu.Galb. 17; οἱ π. τῶν στεφάνων Id.2.647f.
II Subst. περιδέραιον, τό, necklace, Ar.Fr.320.5, Com.Adesp.146, Arist.Po.1454b24, Plu.Sert.14, Luc.Pisc.12, etc.
2 collar of a pillory, Id.Lex.10.
German (Pape)
[Seite 572] um den Hals gehend; στέφανος, Plut. Symp. 3, 1; auch περιδέῤῥαιος geschrieben, Conjug. praec. 427.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on met autour du cou.
Étymologie: περί, δέρη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιδέραιος -ον [περί, δέρη] om de hals zittend; subst. τὸ π. halsketting; halsband.
Russian (Dvoretsky)
περιδέραιος: надеваемый (надетый) на шею (κόσμος Plut.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μπαίνει ή φοριέται γύρω από τον τράχηλο, από τον λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δέρη «λαιμός» + κατάλ. -αιος].
Greek Monotonic
περιδέραιος: -ον (δέρη), αυτός που περνά γύρω από το λαιμό· ως ουσ., περιδέραιον, τό, περιδέραιο, κολιέ, σε Αριστ., Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
περιδέραιος: -ον, (δέρη) ὁ περὶ τὴν δέρην, ἤτοι τὸν τράχηλον φορούμενος, ὁ π. κόσμος Πλουτ. Γάλβ. 17· στέφανος ὁ αὐτ. 2. 647Ε, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλέα Τάτ. σ. 519. ΙΙ. περιδέραιον, τό, κόσμημα περὶ τὸν τράχηλον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 5, Ἀριστ. Ποιητ. 16, 3, Πλουτ. Σερτ. 14, Λουκ. Ἁλιεὺς 12, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περιδέραια· περιτραχήλια, ἢ ἐνώτια».
Middle Liddell
περι-δέραιος, ον, δέρη
passed round the neck: as substantive, περιδέραιον, ου, a necklace, Arist., Plut.