ποικιλάνιος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (elru replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poikilanios
|Transliteration C=poikilanios
|Beta Code=poikila/nios
|Beta Code=poikila/nios
|Definition=[ᾱ], ον, Dor. for <b class="b3">-ήνιος</b>, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with broidered reins]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>2.8</span>.</span>
|Definition=[ᾱ], ον, Dor. for -ήνιος, [[with broidered reins]], Pi.''P.''2.8.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ποικιλάνιος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ -ήνιος, ὁ ἔχων πεποικιλμένας τὰς ἡνίας, Πινδ. Π. 2. 14.
|btext=ος, ον :<br />[[aux rênes de couleurs variées]].<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[ἡνία]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποικιλᾱ́νιος -ον &#91;[[ποικίλος]], [[ἡνία]]] Dor., met bont versierde teugels.
}}
{{pape
|ptext=dor. = [[ποικιλήνιος]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />aux rênes de couleurs variées.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[ἡνία]].
|elrutext='''ποικῐλάνιος:''' (ᾱ), атт. * [[ποικιλήνιος|ποικῐλήνιος]] 2 с пестрыми (разукрашенными) поводьями Pind.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ποικῐλᾱνιος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[embroidered]] [[reins]] ποικιλανίους πώλους (P. 2.8)
|sltr=<b>ποικῐλᾱνιος, -ον</b> [[with]] [[embroidered]] [[reins]] ποικιλανίους πώλους (P. 2.8)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) αυτός που έχει στολισμένα τα λουριά του χαλινού («ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. του αμάρτυρου [[ποικιλήνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἡνία]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσ</i>-<i>ήνιος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) αυτός που έχει στολισμένα τα λουριά του χαλινού («ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. του αμάρτυρου [[ποικιλήνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἡνία]]), [[πρβλ]]. [[χρυσήνιος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποικιλάνιος:''' -ον, Δωρ. αντί <i>-ήνιος</i>, αυτός που έχει πολυποίκιλτα [[ηνία]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ποικιλάνιος:''' -ον, Δωρ. αντί <i>-ήνιος</i>, αυτός που έχει πολυποίκιλτα [[ηνία]], σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποικῐλάνιος:''' (ᾱ), атт. * [[ποικιλήνιος|ποικῐλήνιος]] 2 с пестрыми (разукрашенными) поводьями Pind.
|lstext='''ποικιλάνιος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ -ήνιος, ὁ ἔχων πεποικιλμένας τὰς ἡνίας, Πινδ. Π. 2. 14.
}}
{{elnl
|elnltext=ποικιλᾱ́νιος -ον [ποικίλος, ἡνία] Dor., met bont versierde teugels.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ποικιλ-άνιος, ον,<br />with broidered [[reins]], Pind.
|mdlsjtxt=ποικιλ-άνιος, ον,<br />with broidered [[reins]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 22:13, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλάνιος Medium diacritics: ποικιλάνιος Low diacritics: ποικιλάνιος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΑΝΙΟΣ
Transliteration A: poikilánios Transliteration B: poikilanios Transliteration C: poikilanios Beta Code: poikila/nios

English (LSJ)

[ᾱ], ον, Dor. for -ήνιος, with broidered reins, Pi.P.2.8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux rênes de couleurs variées.
Étymologie: ποικίλος, ἡνία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλᾱ́νιος -ον [ποικίλος, ἡνία] Dor., met bont versierde teugels.

German (Pape)

dor. = ποικιλήνιος.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλάνιος: (ᾱ), атт. * ποικῐλήνιος 2 с пестрыми (разукрашенными) поводьями Pind.

English (Slater)

ποικῐλᾱνιος, -ον with embroidered reins ποικιλανίους πώλους (P. 2.8)

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) αυτός που έχει στολισμένα τα λουριά του χαλινού («ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του αμάρτυρου ποικιλήνιος (< ποικίλος + -ήνιος < ἡνία), πρβλ. χρυσήνιος].

Greek Monotonic

ποικιλάνιος: -ον, Δωρ. αντί -ήνιος, αυτός που έχει πολυποίκιλτα ηνία, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλάνιος: -ον, Δωρ. ἀντὶ -ήνιος, ὁ ἔχων πεποικιλμένας τὰς ἡνίας, Πινδ. Π. 2. 14.

Middle Liddell

ποικιλ-άνιος, ον,
with broidered reins, Pind.