φλομίς: Difference between revisions
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=flomis | |Transliteration C=flomis | ||
|Beta Code=flomi/s | |Beta Code=flomi/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, | |Definition=-ίδος, ἡ, [[phlome]], [[Phlomis samia]], Dsc.4.103 (three kinds distinguished, one used for lamp-wicks, <b class="b3">φ. λυχνῖτις, θρυαλλίς</b>, ibid.), cf. Plin.''HN''25.121. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=- | |mltxt=-ίδος, η, ΝΑ<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] λαμιίδες της τάξης [[λαμιώδη]] και περιλαμβάνει 100 [[περίπου]] είδη, από τα οποία [[οκτώ]] απαντούν αυτοφυή στην [[Ελλάδα]], κν. γνωστά ως αγκάθαρος, [[ασφάκα]], [[αφάκα]], [[σφάκα]], [[φλόμος]], καλογρίτσα κ.α.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «φλομὶς λυχνῖτις» — [[είδος]] φυτού τα φύλλα του οποίου, λόγω τών απορροφητικών τους ιδιοτήτων, χρησίμευαν ως θρυαλλίδες λυχνιών (<b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[καλαμίς]], [[τευτλίς]]). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>phlomis</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, phlome, Phlomis samia, Dsc.4.103 (three kinds distinguished, one used for lamp-wicks, φ. λυχνῖτις, θρυαλλίς, ibid.), cf. Plin.HN25.121.
German (Pape)
[Seite 1293] ίδος, ἡ, = Folgdm; φλομὶς λυχνῖτις, eine besondere Art, deren Blätter zu Dochten in der Lampe gebraucht wurden, Diosc.
Greek Monolingual
-ίδος, η, ΝΑ
βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λαμιίδες της τάξης λαμιώδη και περιλαμβάνει 100 περίπου είδη, από τα οποία οκτώ απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα, κν. γνωστά ως αγκάθαρος, ασφάκα, αφάκα, σφάκα, φλόμος, καλογρίτσα κ.α.
αρχ.
φρ. «φλομὶς λυχνῖτις» — είδος φυτού τα φύλλα του οποίου, λόγω τών απορροφητικών τους ιδιοτήτων, χρησίμευαν ως θρυαλλίδες λυχνιών (Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόμος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. καλαμίς, τευτλίς). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. phlomis].