ἀκυρολογία: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akyrologia | |Transliteration C=akyrologia | ||
|Beta Code=a)kurologi/a | |Beta Code=a)kurologi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[incorrect phraseology]], D.H.''Lys.''4 (nisileg. <b class="b3">ἀκαιρο-</b>, [[quod vide|q.v.]]). ἄκυρον, τό, = [[ἄλισμα]], Ps.-Dsc.3.152. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />gram. [[dicción incorrecta]] Hdn.Gr. en <i>An.Boiss</i>.3.262, Phlp.<i>Aet</i>.157.9, Charis.270, Isid.<i>Etym</i>.1.34.4, Diom.1.449.12, Sacerd.6.453.12, Seru.4.447.20. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκῡρολογία''': ἡ, [[ἀκατάλληλος]] [[φράσις]], καταχρηστική, Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 4. | |lstext='''ἀκῡρολογία''': ἡ, [[ἀκατάλληλος]] [[φράσις]], καταχρηστική, Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 4. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=η (Α [[ἀκυρολογία]])<br />λανθασμένη [[χρήση]] μιας λέξης ή φράσης. (Κατά τους αρχαίους γραμματικούς, η [[ακυρολογία]] [[μαζί]] με τον σολοικισμό και τον βαρβαρισμό αποτελούσε «<i>τὰς τρεῖς κακίας περὶ λόγον</i>»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκυρολογῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακυρολογικός]]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{pape | ||
| | |ptext=[ῡ], ἡ, = ἀκιρία, Dion.Hal. <i>Lys</i>. 4. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:09, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, incorrect phraseology, D.H.Lys.4 (nisileg. ἀκαιρο-, q.v.). ἄκυρον, τό, = ἄλισμα, Ps.-Dsc.3.152.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
gram. dicción incorrecta Hdn.Gr. en An.Boiss.3.262, Phlp.Aet.157.9, Charis.270, Isid.Etym.1.34.4, Diom.1.449.12, Sacerd.6.453.12, Seru.4.447.20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκῡρολογία: ἡ, ἀκατάλληλος φράσις, καταχρηστική, Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 4.
Greek Monolingual
η (Α ἀκυρολογία)
λανθασμένη χρήση μιας λέξης ή φράσης. (Κατά τους αρχαίους γραμματικούς, η ακυρολογία μαζί με τον σολοικισμό και τον βαρβαρισμό αποτελούσε «τὰς τρεῖς κακίας περὶ λόγον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκυρολογῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακυρολογικός].
German (Pape)
[ῡ], ἡ, = ἀκιρία, Dion.Hal. Lys. 4.