ἀλλοειδής: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alloeidis | |Transliteration C=alloeidis | ||
|Beta Code=a)lloeidh/s | |Beta Code=a)lloeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀλλοειδές [[of different form]], <b class="b3">τοὔνεκ' ἄρ' ἀλλοειδέα</b> (trisyll., but perhaps ἀλλοϝιδέα∥ φαινέ σκετο πάντα ἄνακτι Od.13.194, cf. Plu. ''Strom.''2, Plot.6.8.18. Adv. [[ἀλλοειδῶς]], [[falsa lectio|f.l.]] for [[στυλοειδῶς]], Epicur.''Ep.''2p.47U. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">• Morfología:</b> [Hom. ἀλλοειδέα trisíl.]<br /><b class="num">1</b> [[de aspecto diferente]], [[diferente]] τοὔνεκ' ἄρ' ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι <i>Od</i>.13.194.<br /><b class="num">2</b> [[de especie diferente]] ἐξ ἀλλοειδῶν ζῷων ἐγεννήθη Plu.<i>Fr</i>.179.1, οὐ μὴν ἀλλοειδὲς τὸ σκεδασθὲν [[εἴδωλον]] ὁ νοῦς no es de diferente especie la imagen (del Uno) esparcida, la mente</i> Plot.6.8.18. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0103.png Seite 103]] ές, anders ausschend, Hom. einmal, Od. 13, 194 τοὔνεκ' ἄρ' ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι, entweder dreisylbig zu lesen, oder, wenn man die v. l. φαίνετο vorzieht, fünfsylbig, mit verdoppeltem Digamma, ἀλλοειδέα φαίνετο. Vgl. Buttmann Lexil. 2, 270. – Adv. -δῶς Diog. L. 10. 104. l. d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0103.png Seite 103]] ές, anders ausschend, Hom. einmal, Od. 13, 194 τοὔνεκ' ἄρ' ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι, entweder dreisylbig zu lesen, oder, wenn man die [[varia lectio|v.l.]] φαίνετο vorzieht, fünfsylbig, mit verdoppeltem Digamma, ἀλλοειδέα φαίνετο. Vgl. Buttmann Lexil. 2, 270. – Adv. -δῶς Diog. L. 10. 104. l. d. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui a un autre aspect ; d'aspect étrange.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλλος]], [[εἶδος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλλοειδής:''' [[имеющий другой вид]], [[представляющийся иным]]: ἀλλοειδέα [[φαινέσκετο]] πάντα Hom. все казалось чуждым. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλλοειδής''': -ές, ἔχων διάφορον [[εἶδος]], [[διάφορος]] φαινόμενος, τοὔνεκ’ ἄρ’ ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι, Ὀδ. Ν. 194, [[[ἔνθα]] τὸ ἀλλοειδέα [[εἶναι]] τρισύλλαβον ὡς ἐὰν ἦτο ἀλλώδη· ἐκτὸς ἂν ἀκολουθήσωμεν τὴν γνώμην τοῦ Πόρσωνος ἀποδεχόμενοι τὴν γραφὴν τοῦ Ἁρλ. χειρογράφου, ἀλλοειδέα φαίνετο, ὅ ἐ. ἀλλοFειδέα, ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. θεουδὴς 3 σημ.]. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Λ. 10, 104, [[ἔνθα]] ἑλῐκοειδῶς [[εἶναι]] [[εἰκασία]] ἱκανῶς πιθανή. | |lstext='''ἀλλοειδής''': -ές, ἔχων διάφορον [[εἶδος]], [[διάφορος]] φαινόμενος, τοὔνεκ’ ἄρ’ ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι, Ὀδ. Ν. 194, [[[ἔνθα]] τὸ ἀλλοειδέα [[εἶναι]] τρισύλλαβον ὡς ἐὰν ἦτο ἀλλώδη· ἐκτὸς ἂν ἀκολουθήσωμεν τὴν γνώμην τοῦ Πόρσωνος ἀποδεχόμενοι τὴν γραφὴν τοῦ Ἁρλ. χειρογράφου, ἀλλοειδέα φαίνετο, ὅ ἐ. ἀλλοFειδέα, ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. θεουδὴς 3 σημ.]. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Λ. 10, 104, [[ἔνθα]] ἑλῐκοειδῶς [[εἶναι]] [[εἰκασία]] ἱκανῶς πιθανή. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=or ἀλλο-ϊδής, only neut. pl. ἀλλοϝϝειδἔ or ἀλλοϝιδέα: differentlooking, [[strange]]-looking, Od. 13.194† (cf. Od. 16.181). | |auten=or ἀλλο-ϊδής, only neut. pl. ἀλλοϝϝειδἔ or ἀλλοϝιδέα: differentlooking, [[strange]]-looking, Od. 13.194† (cf. Od. 16.181). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλλοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]) ή ἀλλο-ῐδής, -ές ([[ἰδέα]]), αυτός που έχει διαφορετική [[εμφάνιση]], ουδ. πληθ. <i>ἀλλοειδέα</i> (που πρέπει να είναι — — —) ή <i>ἀλλοϊδέα</i>, που πρέπει να είναι — υ υ —, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἀλλοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]) ή ἀλλο-ῐδής, -ές ([[ἰδέα]]), αυτός που έχει διαφορετική [[εμφάνιση]], ουδ. πληθ. <i>ἀλλοειδέα</i> (που πρέπει να είναι — — —) ή <i>ἀλλοϊδέα</i>, που πρέπει να είναι — υ υ —, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[εἶδος]]<br />of [[strange]] [[appearance]], neut. pl. ἀλλοειδέα ([[which]] must be [[long]]-[[long]]-[[long]]), or ἀλλοϊδέα ([[which]] must be [[long]]-[[short]]-[[short]]-[[long]]), Od. | |mdlsjtxt=[[εἶδος]]<br />of [[strange]] [[appearance]], neut. pl. ἀλλοειδέα ([[which]] must be [[long]]-[[long]]-[[long]]), or ἀλλοϊδέα ([[which]] must be [[long]]-[[short]]-[[short]]-[[long]]), Od. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀλλοειδές of different form, τοὔνεκ' ἄρ' ἀλλοειδέα (trisyll., but perhaps ἀλλοϝιδέα∥ φαινέ σκετο πάντα ἄνακτι Od.13.194, cf. Plu. Strom.2, Plot.6.8.18. Adv. ἀλλοειδῶς, f.l. for στυλοειδῶς, Epicur.Ep.2p.47U.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [Hom. ἀλλοειδέα trisíl.]
1 de aspecto diferente, diferente τοὔνεκ' ἄρ' ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι Od.13.194.
2 de especie diferente ἐξ ἀλλοειδῶν ζῷων ἐγεννήθη Plu.Fr.179.1, οὐ μὴν ἀλλοειδὲς τὸ σκεδασθὲν εἴδωλον ὁ νοῦς no es de diferente especie la imagen (del Uno) esparcida, la mente Plot.6.8.18.
German (Pape)
[Seite 103] ές, anders ausschend, Hom. einmal, Od. 13, 194 τοὔνεκ' ἄρ' ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι, entweder dreisylbig zu lesen, oder, wenn man die v.l. φαίνετο vorzieht, fünfsylbig, mit verdoppeltem Digamma, ἀλλοειδέα φαίνετο. Vgl. Buttmann Lexil. 2, 270. – Adv. -δῶς Diog. L. 10. 104. l. d.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a un autre aspect ; d'aspect étrange.
Étymologie: ἄλλος, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλοειδής: имеющий другой вид, представляющийся иным: ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα Hom. все казалось чуждым.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοειδής: -ές, ἔχων διάφορον εἶδος, διάφορος φαινόμενος, τοὔνεκ’ ἄρ’ ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι, Ὀδ. Ν. 194, [[[ἔνθα]] τὸ ἀλλοειδέα εἶναι τρισύλλαβον ὡς ἐὰν ἦτο ἀλλώδη· ἐκτὸς ἂν ἀκολουθήσωμεν τὴν γνώμην τοῦ Πόρσωνος ἀποδεχόμενοι τὴν γραφὴν τοῦ Ἁρλ. χειρογράφου, ἀλλοειδέα φαίνετο, ὅ ἐ. ἀλλοFειδέα, ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. θεουδὴς 3 σημ.]. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Λ. 10, 104, ἔνθα ἑλῐκοειδῶς εἶναι εἰκασία ἱκανῶς πιθανή.
English (Autenrieth)
or ἀλλο-ϊδής, only neut. pl. ἀλλοϝϝειδἔ or ἀλλοϝιδέα: differentlooking, strange-looking, Od. 13.194† (cf. Od. 16.181).
Greek Monolingual
ἀλλοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει διαφορετική όψη από ό,τι προηγουμένως, αλλαγμένος, αλλόκοτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -ειδής < εἶδος.
Greek Monotonic
ἀλλοειδής: -ές (εἶδος) ή ἀλλο-ῐδής, -ές (ἰδέα), αυτός που έχει διαφορετική εμφάνιση, ουδ. πληθ. ἀλλοειδέα (που πρέπει να είναι — — —) ή ἀλλοϊδέα, που πρέπει να είναι — υ υ —, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
εἶδος
of strange appearance, neut. pl. ἀλλοειδέα (which must be long-long-long), or ἀλλοϊδέα (which must be long-short-short-long), Od.