ἐναρμογή: Difference between revisions
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (1 revision imported) |
||
(5 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enarmogi | |Transliteration C=enarmogi | ||
|Beta Code=e)narmogh/ | |Beta Code=e)narmogh/ | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[fitting]] of a [[surgical]] [[tube]], Antyll. ap. Orib.10.19.4. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[ajuste]], [[encaje]]de un tubo quirúrgico τούτου (τοῦ καλάμου) τὴν ἐναρμογὴν ὡς μηδεμίαν εἶναι παραπνοήν Antyll. en Orib.10.19.4. | |dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[ajuste]], [[encaje]] de un tubo quirúrgico τούτου (τοῦ καλάμου) τὴν ἐναρμογὴν ὡς μηδεμίαν εἶναι παραπνοήν Antyll. en Orib.10.19.4. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐναρμογή]])<br />[[εφαρμογή]], [[συναρμογή]], [[προσαρμογή]], [[συνάρθρωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σημείο]] όπου ένα [[πράγμα]] συναρμόζεται με κάποιο [[άλλο]], το [[σημείο]] συναρμογής, η [[αρμογή]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] συνδέσεως δύο τεμαχίων από [[ξύλο]] ή [[μέταλλο]] με την [[εισαγωγή]] ([[εμβολή]]) της προεξοχής του ενός στην [[κοιλότητα]] του άλλου. | |mltxt=η (AM [[ἐναρμογή]])<br />[[εφαρμογή]], [[συναρμογή]], [[προσαρμογή]], [[συνάρθρωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σημείο]] όπου ένα [[πράγμα]] συναρμόζεται με κάποιο [[άλλο]], το [[σημείο]] συναρμογής, η [[αρμογή]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] συνδέσεως δύο τεμαχίων από [[ξύλο]] ή [[μέταλλο]] με την [[εισαγωγή]] ([[εμβολή]]) της προεξοχής του ενός στην [[κοιλότητα]] του άλλου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:24, 11 October 2024
English (LSJ)
ἡ, fitting of a surgical tube, Antyll. ap. Orib.10.19.4.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
ajuste, encaje de un tubo quirúrgico τούτου (τοῦ καλάμου) τὴν ἐναρμογὴν ὡς μηδεμίαν εἶναι παραπνοήν Antyll. en Orib.10.19.4.
Greek Monolingual
η (AM ἐναρμογή)
εφαρμογή, συναρμογή, προσαρμογή, συνάρθρωση
νεοελλ.
1. το σημείο όπου ένα πράγμα συναρμόζεται με κάποιο άλλο, το σημείο συναρμογής, η αρμογή
2. είδος συνδέσεως δύο τεμαχίων από ξύλο ή μέταλλο με την εισαγωγή (εμβολή) της προεξοχής του ενός στην κοιλότητα του άλλου.