Ἰάς: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (elru replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Ias
|Transliteration C=Ias
|Beta Code=&#42;)ia/s
|Beta Code=&#42;)ia/s
|Definition=άδος, ἡ, Adj. fem. <span class="title">Ionic</span>, <b class="b3">στρατιή, ἐσθής</b>, <span class="bibl">Hdt.5.33</span>,<span class="bibl">87</span>; [[[γυνή]]] <span class="bibl">Id.1.92</span>; <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> τῇ Ἰάδι συγγενεία <span class="bibl">Th.4.61</span>; διάλεκτος <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>189.5</span>, <span class="bibl">Str. 8.1.2</span>; [[γλῶττα]] ibid.: as Subst., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>16</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[the Ionian flower]],= [[ἴον]], Nic.<span class="title">Fr.</span>74.2. [ῐ, but ῑ in arsi, <span class="title">App.Anth.</span>2.21.]</span>
|Definition=Ἰάδος, ἡ, Adj. fem. ''Ionic'', [[στρατιή]], [[ἐσθής]], [[Herodotus|Hdt.]]5.33,87; ([[γυνή]]) Id.1.92;<br><span class="bld">A</span> τῇ Ἰάδι συγγενεία Th.4.61; διάλεκτος A.D.''Adv.''189.5, Str. 8.1.2; [[γλῶττα]] ibid.: as [[substantive]], Luc.''Hist.Conscr.''16.<br><span class="bld">2</span> [[the Ionian flower]], = [[ἴον]], Nic.''Fr.''74.2. [ῐ, but ῑ in arsi, ''App.Anth.''2.21.]
}}
{{bailly
|btext=Ἰάδος<br /><b>1</b> <i>adj. f.</i> Ionienne;<br /><b>2</b> ἡ [[Ἰάς]] ([[διάλεκτος]]) dialecte ionien.<br />'''Étymologie:''' cf. [[Ἰάων]].
}}
{{elru
|elrutext='''Ἰάς:''' Ἰάδος (ᾰ) adj. f ионическая ([[στρατιή]], [[ἐσθής]] Her.): τῇ Ἰάδι ξυγγενείᾳ Thuc. ввиду ионического родства (халкидян с афинянами).<br />Ἰάδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> (sc. [[γυνή]]) иониянка Her.;<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[διάλεκτος]]) ионический диалект (ἐντῇ Ἰάδι γράφειν Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἰάς''': -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., Ἰωνική, στρατιή, ἐσθὴς Ἡρόδ. 5. 33, 87· τῇ Ἰάδι συγγενείᾳ Θουκ. 4. 61. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. (ἐξυπακουομ. τοῦ [[γυνή]]), γυνὴ ἐξ Ἰωνίας, Ἡρόδ. 1. 92. κτλ. 2) (ἐξυπακ. τοῦ [[γλῶσσα]]), ἡ Ἰωνικὴ [[διάλεκτος]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16. 3) Ἰωνικὸν [[ἄνθος]], = ἴον, Νικ. Ἀποσπ. 2. 2. ῐ, ἄλλὰ ῑ ἐν ἄρσει, Ἐπιγρ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Θούριοι.
|lstext='''Ἰάς''': -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., Ἰωνική, στρατιή, ἐσθὴς Ἡρόδ. 5. 33, 87· τῇ Ἰάδι συγγενείᾳ Θουκ. 4. 61. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. (ἐξυπακουομ. τοῦ [[γυνή]]), γυνὴ ἐξ Ἰωνίας, Ἡρόδ. 1. 92. κτλ. 2) (ἐξυπακ. τοῦ [[γλῶσσα]]), ἡ Ἰωνικὴ [[διάλεκτος]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16. 3) Ἰωνικὸν [[ἄνθος]], = ἴον, Νικ. Ἀποσπ. 2. 2. ῐ, ἄλλὰ ῑ ἐν ἄρσει, Ἐπιγρ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Θούριοι.
}}
{{bailly
|btext=Ἰάδος<br /><b>1</b> <i>adj. f.</i> Ionienne;<br /><b>2</b> ἡ [[Ἰάς]] ([[διάλεκτος]]) dialecte ionien.<br />'''Étymologie:''' cf. [[Ἰάων]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἰάς:''' -[[άδος]], ἡ, επίθ. θηλ. του [[Ἰάων]], [[Ἴων]]·<br /><b class="num">I.</b> Ιωνική, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. (ενν. [[γυνή]]), [[γυναίκα]] που κατάγεται από την Ιωνία, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. [[γλῶσσα]]), η Ιωνική [[διάλεκτος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''Ἰάς:''' -[[άδος]], ἡ, επίθ. θηλ. του [[Ἰάων]], [[Ἴων]]·<br /><b class="num">I.</b> Ιωνική, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. (ενν. [[γυνή]]), [[γυναίκα]] που κατάγεται από την Ιωνία, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. [[γλῶσσα]]), η Ιωνική [[διάλεκτος]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''Ἰάς:''' Ἰάδος (ᾰ) adj. f ионическая ([[στρατιή]], [[ἐσθής]] Her.): τῇ Ἰάδι ξυγγενείᾳ Thuc. ввиду ионического родства (халкидян с афинянами).<br />Ἰάδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> (sc. [[γυνή]]) иониянка Her.;<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[διάλεκτος]]) ионический диалект (ἐντῇ Ἰάδι γράφειν Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Ἰάς, άδος, [adj. fem. of [[Ἰάων]], Ἴων,]<br /><b class="num">I.</b> Ionian, Ionic, Hdt., Thuc.<br /><b class="num">II.</b> as Subst. (sub. [[γυνή]]), an Ionian [[woman]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> (sub. γλῶσσἀ the Ionic [[dialect]], Luc.
|mdlsjtxt=Ἰάς, άδος, [adj. fem. of [[Ἰάων]], Ἴων,]<br /><b class="num">I.</b> Ionian, Ionic, Hdt., Thuc.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] (sub. [[γυνή]]), an Ionian [[woman]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> (sub. γλῶσσἀ the Ionic [[dialect]], Luc.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[ionian]]
|woodrun=[[ionian]]
}}
}}

Latest revision as of 22:13, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰάς Medium diacritics: Ἰάς Low diacritics: Ιάς Capitals: ΙΑΣ
Transliteration A: Iás Transliteration B: Ias Transliteration C: Ias Beta Code: *)ia/s

English (LSJ)

Ἰάδος, ἡ, Adj. fem. Ionic, στρατιή, ἐσθής, Hdt.5.33,87; (γυνή) Id.1.92;
A τῇ Ἰάδι συγγενεία Th.4.61; διάλεκτος A.D.Adv.189.5, Str. 8.1.2; γλῶττα ibid.: as substantive, Luc.Hist.Conscr.16.
2 the Ionian flower, = ἴον, Nic.Fr.74.2. [ῐ, but ῑ in arsi, App.Anth.2.21.]

French (Bailly abrégé)

Ἰάδος
1 adj. f. Ionienne;
2Ἰάς (διάλεκτος) dialecte ionien.
Étymologie: cf. Ἰάων.

Russian (Dvoretsky)

Ἰάς: Ἰάδος (ᾰ) adj. f ионическая (στρατιή, ἐσθής Her.): τῇ Ἰάδι ξυγγενείᾳ Thuc. ввиду ионического родства (халкидян с афинянами).
Ἰάδος ἡ
1) (sc. γυνή) иониянка Her.;
2) (sc. διάλεκτος) ионический диалект (ἐντῇ Ἰάδι γράφειν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

Ἰάς: -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., Ἰωνική, στρατιή, ἐσθὴς Ἡρόδ. 5. 33, 87· τῇ Ἰάδι συγγενείᾳ Θουκ. 4. 61. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. (ἐξυπακουομ. τοῦ γυνή), γυνὴ ἐξ Ἰωνίας, Ἡρόδ. 1. 92. κτλ. 2) (ἐξυπακ. τοῦ γλῶσσα), ἡ Ἰωνικὴ διάλεκτος, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16. 3) Ἰωνικὸν ἄνθος, = ἴον, Νικ. Ἀποσπ. 2. 2. ῐ, ἄλλὰ ῑ ἐν ἄρσει, Ἐπιγρ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Θούριοι.

Greek Monotonic

Ἰάς: -άδος, ἡ, επίθ. θηλ. του Ἰάων, Ἴων·
I. Ιωνική, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. 1. ως ουσ. (ενν. γυνή), γυναίκα που κατάγεται από την Ιωνία, σε Ηρόδ.
2. (ενν. γλῶσσα), η Ιωνική διάλεκτος, σε Λουκ.

Middle Liddell

Ἰάς, άδος, [adj. fem. of Ἰάων, Ἴων,]
I. Ionian, Ionic, Hdt., Thuc.
II. as substantive (sub. γυνή), an Ionian woman, Hdt.
2. (sub. γλῶσσἀ the Ionic dialect, Luc.

English (Woodhouse)

ionian

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)