βασκάς: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vaskas
|Transliteration C=vaskas
|Beta Code=baska/s
|Beta Code=baska/s
|Definition=(or <b class="b3">-ᾶς</b>), άδος, ἡ, a kind of <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[duck]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>885</span>; cf. <b class="b3">βοσκάς, φασκάς</b>.</span>
|Definition=(or -ᾶς), άδος, ἡ, a kind of [[duck]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''885; cf. [[βοσκάς]], [[φασκάς]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βασκάς]] (-[[άδος]]) και [[βοσκάς]] και [[φασκάς]], η (Α)<br />[[είδος]] πάπιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βασκάς]] (ή -<i>ᾶς</i>) ανήκει στις λέξεις που δηλώνουν ονόματα πουλιών με [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἀτταγᾶς]], [[ἐλεᾶς]] <b>κ.ά.</b>). Υπάρχουν οι παράλληλοι τ. [[βοσκάς]] και [[φασκάς]], τους οποίους μαρτυρεί ο <b>Ησύχ.</b> Ο τ. [[βοσκάς]] δημιουργήθηκε πιθ. από παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το [[βόσκω]] και [[βοσκάς]] «αυτός που τρέφει τον εαυτό του» (για πουλιά). Εάν τα [[βασκάς]] και [[φασκάς]] [[έναι]] η [[ίδια]] λ., [[τότε]] ο τ. [[βασκάς]] με αρκτικό <i>β</i>-, [[πράγμα]] που σπανίζει στην Ινδοευρωπαϊκή) [[είναι]] πιθ. θρακικής ή ιλλυρικής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> [[βαλάντιο]], [[βαλιός]])].
|mltxt=[[βασκάς]] (-[[άδος]]) και [[βοσκάς]] και [[φασκάς]], η (Α)<br />[[είδος]] πάπιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βασκάς]] (ή -<i>ᾶς</i>) ανήκει στις λέξεις που δηλώνουν ονόματα πουλιών με [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i> ([[πρβλ]]. [[ἀτταγᾶς]], [[ἐλεᾶς]] <b>κ.ά.</b>). Υπάρχουν οι παράλληλοι τ. [[βοσκάς]] και [[φασκάς]], τους οποίους μαρτυρεί ο <b>Ησύχ.</b> Ο τ. [[βοσκάς]] δημιουργήθηκε πιθ. από παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το [[βόσκω]] και [[βοσκάς]] «αυτός που τρέφει τον εαυτό του» (για πουλιά). Εάν τα [[βασκάς]] και [[φασκάς]] [[έναι]] η [[ίδια]] λ., [[τότε]] ο τ. [[βασκάς]] με αρκτικό <i>β</i>-, [[πράγμα]] που σπανίζει στην Ινδοευρωπαϊκή) [[είναι]] πιθ. θρακικής ή ιλλυρικής προελεύσεως ([[πρβλ]]. [[βαλάντιο]], [[βαλιός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 06:55, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βασκάς Medium diacritics: βασκάς Low diacritics: βασκάς Capitals: ΒΑΣΚΑΣ
Transliteration A: baskás Transliteration B: baskas Transliteration C: vaskas Beta Code: baska/s

English (LSJ)

(or -ᾶς), άδος, ἡ, a kind of duck, Ar.Av.885; cf. βοσκάς, φασκάς.

German (Pape)

[Seite 438] ὁ, eine Entenart, Ar. Av. 885; Arist. H. A. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

βασκάς: (ἢ -ᾶς), ἡ, εἶδος νήσσης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 885· πρβλ. βοσκάς, φασκάς.

Greek Monolingual

βασκάς (-άδος) και βοσκάς και φασκάς, η (Α)
είδος πάπιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βασκάς (ή -ᾶς) ανήκει στις λέξεις που δηλώνουν ονόματα πουλιών με επίθημα -ᾶς (πρβλ. ἀτταγᾶς, ἐλεᾶς κ.ά.). Υπάρχουν οι παράλληλοι τ. βοσκάς και φασκάς, τους οποίους μαρτυρεί ο Ησύχ. Ο τ. βοσκάς δημιουργήθηκε πιθ. από παρετυμολογική σύνδεση προς το βόσκω και βοσκάς «αυτός που τρέφει τον εαυτό του» (για πουλιά). Εάν τα βασκάς και φασκάς έναι η ίδια λ., τότε ο τ. βασκάς με αρκτικό β-, πράγμα που σπανίζει στην Ινδοευρωπαϊκή) είναι πιθ. θρακικής ή ιλλυρικής προελεύσεως (πρβλ. βαλάντιο, βαλιός)].

Greek Monotonic

βασκάς: (ή -ᾶς), ἡ, είδος πάπιας, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

a kind of duck, Ar.