δάφνινος: Difference between revisions
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dafninos | |Transliteration C=dafninos | ||
|Beta Code=da/fninos | |Beta Code=da/fninos | ||
|Definition=η, ον, < | |Definition=η, ον,<br><span class="bld">A</span> [[made of bay]], ἔλαιον [[Theophrastus|Thphr.]] ''Od.''28, Dsc.1.40; [[of bay-wood]], ὅρπηξ Call.''h.Ap.''1.<br><span class="bld">II</span> [[δάφνινον]] (''[[sc.]]'' [[χρῶμα]]) ''PLond.''3.928.13 (ii A.D.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(δάφνῐνος) -η, -ον<br />[[de laurel]] ὅρπηξ Call.<i>Ap</i>.1, ῥάβδος D.T.630.20, ξύλα Philum.<i>Ven</i>.7.4, χρῶμα δ. color de laurel</i> para pintar <i>PLond</i>.928.13 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[hecho de laurel o de bayas de laurel]] [[ἔλαιον]] Hp.<i>Morb</i>.2.13, <i>Mul</i>.1.75, Dsc.1.40, Paul.Aeg.3.1.3, <i>Hippiatr</i>.1.33, μύρον Hp.<i>Mul</i>.1.74, Thphr.<i>Od</i>.28, 42, χρῖσμα <i>PLond</i>.928.13 (III d.C.) en <i>BL</i> 3.94, οἶνος Dsc.5.36, στέφανος Philonid. en Ath.675e, <i>IG</i> 9(2).1109.40 (Magnesia II a.C.), <i>GDI</i> 1807.20 (Delfos), Plu.2.645d, Artem.1.77, D.C.43.43.1, 48.16.1, στέμμα Eust.24.46<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. n. de un [[preparado hecho con fruto del laurel]] Aët.1.108, cf. 2.209. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0525.png Seite 525]] vom Lorbeerbaume, [[ἔλαιον]] Hippocr.; χρίσμα, [[οἶνος]], Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0525.png Seite 525]] vom Lorbeerbaume, [[ἔλαιον]] Hippocr.; χρίσμα, [[οἶνος]], Theophr. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δάφνινος -η -ον [δάφνη] [[van laurier]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δάφνινος:''' [[сделанный из лавра]], [[лавровый]] ([[στέφανος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δάφνῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ δάφνης πεποιημένος, [[ἔλαιον]] Θεόφρ. π. Ὀσμ. 28, Διοσκ. 1. 50· ὁ ἐκ ξύλου δάφνης, ὅρπηξ Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 1. | |lstext='''δάφνῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ δάφνης πεποιημένος, [[ἔλαιον]] Θεόφρ. π. Ὀσμ. 28, Διοσκ. 1. 50· ὁ ἐκ ξύλου δάφνης, ὅρπηξ Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δάφνινος]], -η, -ον) [[δάφνη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[δάφνη]] («δάφνινα κλαδιά», «[[δάφνινος]] ὅρπηξ»)<br /><b>2.</b> [[καμωμένος]] από [[δάφνη]] («δάφνινο [[στεφάνι]]», «δάφνινον [[ἔλαιον]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>δάφνινον</i>, το<br />[[χρώμα]] σαν τα φύλλα της δάφνης. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δάφνινος]], -η, -ον) [[δάφνη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[δάφνη]] («δάφνινα κλαδιά», «[[δάφνινος]] ὅρπηξ»)<br /><b>2.</b> [[καμωμένος]] από [[δάφνη]] («δάφνινο [[στεφάνι]]», «δάφνινον [[ἔλαιον]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>δάφνινον</i>, το<br />[[χρώμα]] σαν τα φύλλα της δάφνης. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elmes | ||
| | |esmgtx=-ον [[hecho de laurel]] de una corona εὐχόμενος δὲ στέφανον ἔχε δάφνινον τοιοῦτον <b class="b3">al hacer la súplica sujeta una corona de laurel de esta manera</b> P II 28 ἐστεμμένος δαφνίνῳ στεφάνῳ <b class="b3">adornado con una corona de laurel</b> P III 306 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:38, 2 November 2024
English (LSJ)
η, ον,
A made of bay, ἔλαιον Thphr. Od.28, Dsc.1.40; of bay-wood, ὅρπηξ Call.h.Ap.1.
II δάφνινον (sc. χρῶμα) PLond.3.928.13 (ii A.D.).
Spanish (DGE)
(δάφνῐνος) -η, -ον
de laurel ὅρπηξ Call.Ap.1, ῥάβδος D.T.630.20, ξύλα Philum.Ven.7.4, χρῶμα δ. color de laurel para pintar PLond.928.13 (II d.C.)
•hecho de laurel o de bayas de laurel ἔλαιον Hp.Morb.2.13, Mul.1.75, Dsc.1.40, Paul.Aeg.3.1.3, Hippiatr.1.33, μύρον Hp.Mul.1.74, Thphr.Od.28, 42, χρῖσμα PLond.928.13 (III d.C.) en BL 3.94, οἶνος Dsc.5.36, στέφανος Philonid. en Ath.675e, IG 9(2).1109.40 (Magnesia II a.C.), GDI 1807.20 (Delfos), Plu.2.645d, Artem.1.77, D.C.43.43.1, 48.16.1, στέμμα Eust.24.46
•subst. τὸ δ. n. de un preparado hecho con fruto del laurel Aët.1.108, cf. 2.209.
German (Pape)
[Seite 525] vom Lorbeerbaume, ἔλαιον Hippocr.; χρίσμα, οἶνος, Theophr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δάφνινος -η -ον [δάφνη] van laurier.
Russian (Dvoretsky)
δάφνινος: сделанный из лавра, лавровый (στέφανος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δάφνῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ δάφνης πεποιημένος, ἔλαιον Θεόφρ. π. Ὀσμ. 28, Διοσκ. 1. 50· ὁ ἐκ ξύλου δάφνης, ὅρπηξ Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δάφνινος, -η, -ον) δάφνη
1. αυτός που ανήκει στη δάφνη («δάφνινα κλαδιά», «δάφνινος ὅρπηξ»)
2. καμωμένος από δάφνη («δάφνινο στεφάνι», «δάφνινον ἔλαιον»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. δάφνινον, το
χρώμα σαν τα φύλλα της δάφνης.
Léxico de magia
-ον hecho de laurel de una corona εὐχόμενος δὲ στέφανον ἔχε δάφνινον τοιοῦτον al hacer la súplica sujeta una corona de laurel de esta manera P II 28 ἐστεμμένος δαφνίνῳ στεφάνῳ adornado con una corona de laurel P III 306