Χιογενής: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=CHiogenis
|Transliteration C=CHiogenis
|Beta Code=*xiogenh/s
|Beta Code=*xiogenh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of Chian growth]], of wine, <span class="title">AP</span>11.44 (Phld.).</span>
|Definition=Χιογενές, [[of Chian growth]], of wine, ''AP''11.44 (Phld.).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[originaire de Chios]].<br />'''Étymologie:''' [[Χίος]], [[γένος]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1356.png Seite 1356]] ές, von chiischer Abkunft, chiisch, [[πρόποσις]] Philodem. (XI, 44), vom Chierwein.
}}
{{elru
|elrutext='''Χῑογενής:''' [[родом из Хиоса]], [[хиосский]]: Χ. Βρομίου [[πρόποσις]] Anth. = [[Χῖος]] [[οἶνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Χῑογενής''': -ές, Χῖος τὸ γένος, τὴν καταγωγήν, ἐπὶ οἴνου, Βρομίου Χιογενῆ πρόποσιν Ἀνθ. Π. 11. 44.
|lstext='''Χῑογενής''': -ές, Χῖος τὸ γένος, τὴν καταγωγήν, ἐπὶ οἴνου, Βρομίου Χιογενῆ πρόποσιν Ἀνθ. Π. 11. 44.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />originaire de Chios.<br />'''Étymologie:''' [[Χίος]], [[γένος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Χῑογενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), αυτός που κατάγεται από τη Χίο, λέγεται για [[κρασί]], σε Ανθ.
|lsmtext='''Χῑογενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), αυτός που κατάγεται από τη Χίο, λέγεται για [[κρασί]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''Χῑογενής:''' родом из Хиоса, хиосский: Χ. Βρομίου [[πρόποσις]] Anth. = [[Χῖος]] [[οἶνος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Χῑο-γενής, ές [[γίγνομαι]]<br />of Chian [[growth]], of [[wine]], Anth.
|mdlsjtxt=Χῑο-γενής, ές [[γίγνομαι]]<br />of Chian [[growth]], of [[wine]], Anth.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1356.png Seite 1356]] ές, von chiischer Abkunft, chiisch, [[πρόποσις]] Philodem. (XI, 44), vom Chierwein.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[χιογενής]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας ερεικίδες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[κρασί]]) αυτός που προέρχεται από τη Χίο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Χῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>Περσο</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[χιογενής]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας ερεικίδες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[κρασί]]) αυτός που προέρχεται από τη Χίο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Χῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. [[Περσογενής]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Χῑογενής Medium diacritics: Χιογενής Low diacritics: Χιογενής Capitals: ΧΙΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Chiogenḗs Transliteration B: Chiogenēs Transliteration C: CHiogenis Beta Code: *xiogenh/s

English (LSJ)

Χιογενές, of Chian growth, of wine, AP11.44 (Phld.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
originaire de Chios.
Étymologie: Χίος, γένος.

German (Pape)

[Seite 1356] ές, von chiischer Abkunft, chiisch, πρόποσις Philodem. (XI, 44), vom Chierwein.

Russian (Dvoretsky)

Χῑογενής: родом из Хиоса, хиосский: Χ. Βρομίου πρόποσις Anth. = Χῖος οἶνος.

Greek (Liddell-Scott)

Χῑογενής: -ές, Χῖος τὸ γένος, τὴν καταγωγήν, ἐπὶ οἴνου, Βρομίου Χιογενῆ πρόποσιν Ἀνθ. Π. 11. 44.

Greek Monotonic

Χῑογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που κατάγεται από τη Χίο, λέγεται για κρασί, σε Ανθ.

Middle Liddell

Χῑο-γενής, ές γίγνομαι
of Chian growth, of wine, Anth.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χιογενής
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας ερεικίδες
μσν.-αρχ.
(για κρασί) αυτός που προέρχεται από τη Χίο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Χῖος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. Περσογενής].