εὐπαίδευτος: Difference between revisions
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efpaideftos | |Transliteration C=efpaideftos | ||
|Beta Code=eu)pai/deutos | |Beta Code=eu)pai/deutos | ||
|Definition= | |Definition=εὐπαίδευτον, [[well-educated]], [[well-trained]], Hp.''Art.''43, cf. [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''410; τῶν ἄλλων -ότατοι Phld.''Piet.''65; [[docile]], of an elephant, Philostr.''VA''2.11; <b class="b3">εὐπαίδευτόν ἐστι</b> it is [[a thing easily learnt]], c. inf., Hp.''Art.''1; <b class="b3">εὐ. ἐπιστολή</b> a [[scholarly]] letter, D.H.''Pomp.''1.1. Adv. [[εὐπαιδεύτως]] Aret.''CD''1.3: Comp. -ότερον Athenoclesap.Ath.5.177e. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 20:45, 22 March 2024
English (LSJ)
εὐπαίδευτον, well-educated, well-trained, Hp.Art.43, cf. E.Or.410; τῶν ἄλλων -ότατοι Phld.Piet.65; docile, of an elephant, Philostr.VA2.11; εὐπαίδευτόν ἐστι it is a thing easily learnt, c. inf., Hp.Art.1; εὐ. ἐπιστολή a scholarly letter, D.H.Pomp.1.1. Adv. εὐπαιδεύτως Aret.CD1.3: Comp. -ότερον Athenoclesap.Ath.5.177e.
German (Pape)
[Seite 1086] wohl erzogen, gebildet, gelehrt, Hippocr.; D. Hal. u. a. Sp., καὶ πολυμαθ ής Ath. IX, 379 d, öfter. – Auch adv., Sp.; εὐπαιδευτότερον Ath. V, 177 e.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπαίδευτος: -ον, καλῶς πεπαιδευμένος, καλῶς ἠσκημένος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· εὐπαίδευτόν ἐστι, εἶναι ἔργον ἐμπείρου ἀνδρός, μετ’ ἀπαρ., αὐτόθι 780· ἐπιστολὴ εὐπαίδευτος, δεικνύουσα τὴν εὐπαιδευσίαν τοῦ γράψαντος αὐτήν, Διον. Ἁλ. πρὸς Γν. Πομπ. ἐν ἀρχῇ. - Ἐπίρρ. -τως, Συγκρ. -ότερον, Ἀθήν. 177Ε.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐπαίδευτος, -ον)
μορφωμένος, πολυμαθής
αρχ.
1. αυτός που δείχνει, που δηλώνει πολυμάθεια («εὐπαίδευτος ἐπιστολή», Διον. Αλ.)
2. φρ. «εὐπαίδευτόν ἐστι» — είναι έργο μορφωμένου ανθρώπου.
επίρρ...
ευπαιδεύτως (Α εὐπαιδεύτως)
με ευπαίδευτο τρόπο, με τρόπο που φανερώνει πολυμάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παιδευτός (< παιδεύω)].