κεπφαττελεβώδης: Difference between revisions
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kepfattelevodis | |Transliteration C=kepfattelevodis | ||
|Beta Code=kepfattelebw/dhs | |Beta Code=kepfattelebw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=κεπφαττελεβῶδες, as [[brainless]] as a [[κέπφος]] or an [[ἀττέλεβος]], with the [[brain]] of a [[seagull]] or [[locust]], i.e. [[foolish]], cj. Bentl. in Archestr.''Fr.''23.14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
κεπφαττελεβῶδες, as brainless as a κέπφος or an ἀττέλεβος, with the brain of a seagull or locust, i.e. foolish, cj. Bentl. in Archestr.Fr.23.14.
German (Pape)
[Seite 1419] ες, = κεπφώδης, Archestr. bei Ath. IV, 163 d, nach Bentley's Em.
Greek (Liddell-Scott)
κεπφαττελεβώδης: -ες, = κεπφώδης, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 163D, κατὰ τὸν Bentl. (ἐκ τοῦ κέπφος, ἀττέλεβος).
Greek Monolingual
κεπφαττελεβώδης, -ῶδες (Α)
ο ανόητος σαν τον κέπφο και τον αττέλαβο, τόσο ανόητος και ελαφρός όσο είναι το θαλασσοπούλι κέπφος και η ακρίδα αττέλαβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέπφος + ἀττέλαδος + κατάλ. -ώδης. Το -ε- στο -λε- αφομοιωτικά προς το πρώτο].