λοιδοριστής: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=loidoristis | |Transliteration C=loidoristis | ||
|Beta Code=loidoristh/s | |Beta Code=loidoristh/s | ||
|Definition= | |Definition=λοιδοριστοῦ, ὁ, = [[λοίδορος]] ([[railing]], [[abusive]], [[railer]]), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] κόβειρος. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λοιδοριστής]], ὁ (Α)<br />[[υβριστής]], [[κακολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Λοιδοριστής</i> [[αντί]] του ορθτ. <i>λοιδορητής</i> <span style="color: red;"><</span> [[λοιδορώ]] [[κατά]] τα παρ. τών ρ. σε -<i>ίζω</i> ( | |mltxt=[[λοιδοριστής]], ὁ (Α)<br />[[υβριστής]], [[κακολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Λοιδοριστής</i> [[αντί]] του ορθτ. <i>λοιδορητής</i> <span style="color: red;"><</span> [[λοιδορώ]] [[κατά]] τα παρ. τών ρ. σε -<i>ίζω</i> ([[πρβλ]]. [[υβρισ]]-<i>της</i>)]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der [[Schmähende]]</i>, Hesych. v. Κόβειρος. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
λοιδοριστοῦ, ὁ, = λοίδορος (railing, abusive, railer), Hsch. s.v. κόβειρος.
Greek Monolingual
λοιδοριστής, ὁ (Α)
υβριστής, κακολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λοιδοριστής αντί του ορθτ. λοιδορητής < λοιδορώ κατά τα παρ. τών ρ. σε -ίζω (πρβλ. υβρισ-της)].
German (Pape)
ὁ, der Schmähende, Hesych. v. Κόβειρος.