μαθητεία: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mathiteia
|Transliteration C=mathiteia
|Beta Code=maqhtei/a
|Beta Code=maqhtei/a
|Definition=poet. μᾰθητ-είη, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[instruction from a teacher]], Timo <span class="bibl">54</span>, D. Chr.<span class="bibl">4.41</span>.</span>
|Definition=poet. [[μαθητείη]], ἡ, [[instruction from a teacher]], Timo 54, D. Chr.4.41.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[μαθητεία]], Α ποιητ. τ. μαθητείη) [[μαθητεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο σπουδάζει [[κάποιος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[διδασκαλία]] που παραδίδεται στον μαθητή («ἐκπέσατε ἀπὸ τῆς μαθητείας Χριστοῦ», Στουδ. Θεόδ.).
|mltxt=η (AM [[μαθητεία]], Α ποιητ. τ. μαθητείη) [[μαθητεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο σπουδάζει [[κάποιος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[διδασκαλία]] που παραδίδεται στον μαθητή («ἐκπέσατε ἀπὸ τῆς μαθητείας Χριστοῦ», Στουδ. Θεόδ.).
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>der [[Unterricht]]</i>, den der [[Schüler]] genießt, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰθητεία Medium diacritics: μαθητεία Low diacritics: μαθητεία Capitals: ΜΑΘΗΤΕΙΑ
Transliteration A: mathēteía Transliteration B: mathēteia Transliteration C: mathiteia Beta Code: maqhtei/a

English (LSJ)

poet. μαθητείη, ἡ, instruction from a teacher, Timo 54, D. Chr.4.41.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰθητεία: ἡ, τὸ μαθητεύειν, διδασκαλία, Δίων Χρυσ. 1. 155, Ἰουστῖν. πρὸς Τρύφ. 53, σ. 593Β, Ὠριγέν. Ι. 544C, 773C.

Greek Monolingual

η (AM μαθητεία, Α ποιητ. τ. μαθητείη) μαθητεύω
νεοελλ.
το χρονικό διάστημα κατά το οποίο σπουδάζει κάποιος
μσν.-αρχ.
η διδασκαλία που παραδίδεται στον μαθητή («ἐκπέσατε ἀπὸ τῆς μαθητείας Χριστοῦ», Στουδ. Θεόδ.).

German (Pape)

ἡ, der Unterricht, den der Schüler genießt, Sp.