ματιολοιχός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=matioloichos
|Transliteration C=matioloichos
|Beta Code=matioloixo/s
|Beta Code=matioloixo/s
|Definition=ὁ (on the accent v. Hdn.Gr.<span class="bibl">1.231</span>), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>451</span>, expld. as <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[κρουσιμέτρης]], from μάτιον, τό, [[trifle]], [[scrap]], by Sch.ad loc.: ματαιολοιχός· <b class="b3">ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῦργος καὶ λίχνος</b>, Hsch.:—Bentley cj. ματτυολοιχός (in both places), v. [[ματτύη]].</span>
|Definition=ὁ (on the accent v. Hdn.Gr.1.231), Ar.''Nu.''451, expld. as = [[κρουσιμέτρης]], from [[μάτιον]], τό, [[trifle]], [[scrap]], by Sch.ad loc.: [[ματαιολοιχός]]· ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῦργος καὶ [[λίχνος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:—Bentley cj. [[ματτυολοιχός]] (in both places), v. [[ματτύη]].
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui dévore des petits riens LSJ (<i>cf.</i> [[ματαιολοιχός]], [[ματτυολοιχός]]).<br />'''Étymologie:''' [[μάτιον]], [[λείχω]].
}}
{{pape
|ptext=s. [[ματτυολοιχός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μᾱτιολοιχός:''' Arph. [[varia lectio|v.l.]] = [[ματτυολοιχός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾱτιολοιχός''': ὁ, ἴδε ἐν λέξ. [[ματτύη]].
|lstext='''μᾱτιολοιχός''': ὁ, ἴδε ἐν λέξ. [[ματτύη]].
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui dévore des petits riens LSJ (<i>cf.</i> [[ματαιολοιχός]], [[ματτυολοιχός]]).<br />'''Étymologie:''' [[μάτιον]], [[λείχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾱτιολοιχός:''' ὁ, αυτός που καταβροχθίζει ένα [[γεύμα]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. [[λέξη]], που θεωρείται ότι προέρχεται από το [[μάτιον]], [[μερίδα]] φαγητού· άλλοι διαβάζουν ματτυο-λοιχός, αυτός που καταβροχθίζει τις λιχουδιές).
|lsmtext='''μᾱτιολοιχός:''' ὁ, αυτός που καταβροχθίζει ένα [[γεύμα]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. [[λέξη]], που θεωρείται ότι προέρχεται από το [[μάτιον]], [[μερίδα]] φαγητού· άλλοι διαβάζουν ματτυο-λοιχός, αυτός που καταβροχθίζει τις λιχουδιές).
}}
{{elru
|elrutext='''μᾱτιολοιχός:''' Arph. v. l. = [[ματτυολοιχός]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μᾱτιο-λοιχός, οῦ, ὁ,<br />a devourer of [[meal]], Ar. (A [[dubious]] [[word]], said to be [[derived]] from [[μάτιον]] a [[measure]] of [[meal]]. Others [[read]] ματτυό-λοιχος, a licker up of dainties.)
|mdlsjtxt=μᾱτιο-λοιχός, οῦ, ὁ,<br />a devourer of [[meal]], Ar. (A [[dubious]] [[word]], said to be [[derived]] from [[μάτιον]] a [[measure]] of [[meal]]. Others [[read]] [[ματτυόλοιχος]], a licker up of dainties.)
}}
}}

Latest revision as of 20:29, 20 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾱτιολοιχός Medium diacritics: ματιολοιχός Low diacritics: ματιολοιχός Capitals: ΜΑΤΙΟΛΟΙΧΟΣ
Transliteration A: matioloichós Transliteration B: matioloichos Transliteration C: matioloichos Beta Code: matioloixo/s

English (LSJ)

ὁ (on the accent v. Hdn.Gr.1.231), Ar.Nu.451, expld. as = κρουσιμέτρης, from μάτιον, τό, trifle, scrap, by Sch.ad loc.: ματαιολοιχός· ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῦργος καὶ λίχνος, Hsch.:—Bentley cj. ματτυολοιχός (in both places), v. ματτύη.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui dévore des petits riens LSJ (cf. ματαιολοιχός, ματτυολοιχός).
Étymologie: μάτιον, λείχω.

German (Pape)

s. ματτυολοιχός.

Russian (Dvoretsky)

μᾱτιολοιχός: Arph. v.l. = ματτυολοιχός.

Greek (Liddell-Scott)

μᾱτιολοιχός: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. ματτύη.

Greek Monolingual

ματιολοιχός, ὁ (Α)
ο κρουσιμέτρης, αυτός που επιδιώκει με αναξιοπρεπή τρόπο ασήμαντα κέρδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφ. γρφ. του ματτυολοιχός].

Greek Monotonic

μᾱτιολοιχός: ὁ, αυτός που καταβροχθίζει ένα γεύμα, σε Αριστοφ. (αμφίβ. λέξη, που θεωρείται ότι προέρχεται από το μάτιον, μερίδα φαγητού· άλλοι διαβάζουν ματτυο-λοιχός, αυτός που καταβροχθίζει τις λιχουδιές).

Middle Liddell

μᾱτιο-λοιχός, οῦ, ὁ,
a devourer of meal, Ar. (A dubious word, said to be derived from μάτιον a measure of meal. Others read ματτυόλοιχος, a licker up of dainties.)