πανστρατιᾷ: Difference between revisions
μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=panstratia | |Transliteration C=panstratia | ||
|Beta Code=panstratia=| | |Beta Code=panstratia=| | ||
|Definition=Ion. | |Definition=Ion. [[πανστρατιῇ]], [[with the whole army]], [[Herodotus|Hdt.]]1.62, 3.39, 7.203, al., Th.2.5, 6.7, al.: nom. [[πανστρατιά]] is not found; gen., πανστρατιᾶς ξένων καὶ ἀστῶν γενομένης Id.4.94. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πανστρᾰτιᾷ''': Ἰων. -ιῇ, | |lstext='''πανστρᾰτιᾷ''': Ἰων. -ιῇ, μετὰ παντὸς τοῦ στρατεύματος, Ἡρόδ. 1. 61., 3. 39., 7. 203, κ. ἀλλ.˙ Θουκ. 2. 168., 6. 7, κ. ἀλλ.˙ - δοτικ. ἐν χρήσει ὡς Ἐπίρρ. [[ἄνευ]] εὐχρήστου ὀνομαστικῆς, πανστρατιά, ἂν καὶ εὑρίσκομεν γενικ. πανστρατιᾶς γενομένης, παρὰ τῷ αὐτῷ 4. 94. Τὰ ὁμαλὰ ἐπιρρήμ. πανστρατεί, -ί, μόνον παρὰ Σουΐδ. καὶ τοῖς Βυζ. Συγγρ., Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 515˙ πρβλ. πανοικίᾳ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
Ion. πανστρατιῇ, with the whole army, Hdt.1.62, 3.39, 7.203, al., Th.2.5, 6.7, al.: nom. πανστρατιά is not found; gen., πανστρατιᾶς ξένων καὶ ἀστῶν γενομένης Id.4.94.
German (Pape)
[Seite 462] ion. πανστρατιῇ, mit dem ganzen Heere, mit ganzer Heeresmacht; Her. 1, 62. 7, 203; Thuc. 2, 31 u. Folgde; auch der gen. kommt vor, πανστρατιᾶς γενομένης, 4, 94, aber nicht der nom.
Greek (Liddell-Scott)
πανστρᾰτιᾷ: Ἰων. -ιῇ, μετὰ παντὸς τοῦ στρατεύματος, Ἡρόδ. 1. 61., 3. 39., 7. 203, κ. ἀλλ.˙ Θουκ. 2. 168., 6. 7, κ. ἀλλ.˙ - δοτικ. ἐν χρήσει ὡς Ἐπίρρ. ἄνευ εὐχρήστου ὀνομαστικῆς, πανστρατιά, ἂν καὶ εὑρίσκομεν γενικ. πανστρατιᾶς γενομένης, παρὰ τῷ αὐτῷ 4. 94. Τὰ ὁμαλὰ ἐπιρρήμ. πανστρατεί, -ί, μόνον παρὰ Σουΐδ. καὶ τοῖς Βυζ. Συγγρ., Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 515˙ πρβλ. πανοικίᾳ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
το σύνολο τών στρατιωτικών δυνάμεων, όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις μιας χώρας
νεοελλ.
κινητοποίηση όλων τών στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας για την αντιμετώπιση εχθρού
αρχ.
(η δοτ. ως επίρρ.) πανστρατιᾷ, ιων. τ. πανστρατιῇ
με όλο το στράτευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + στρατιά.
English (Woodhouse)
(see also: πανστρατιά) in full muster