περικεφάλαιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perikefalaios
|Transliteration C=perikefalaios
|Beta Code=perikefa/laios
|Beta Code=perikefa/laios
|Definition=[ᾰ], α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[round the head]] : hence, </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">περικεφαλαία, ἡ</b>, [[covering for the head]], [[helmet]], [[cap]], <span class="bibl">Call.Com.1</span> D., Aen. Tact.<span class="bibl">24.6</span>, <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>3p.328</span> (iii B. C.), etc.; π. σιδηρᾶ περιηργυρωμένη <span class="title">IG</span> 11(2).161 <span class="title">B</span>77 (Delos, iii B. C.), cf. 22.1478.16, 12(5).647.30 (Ceos), <span class="bibl">Plb.3.71.4</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>6.9.4</span>, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.6.36.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> [[wig]], Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[disorder of the oak]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.8.7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> in a ship, = [[ὁ στόλος ὑπὲρ τὴν στεῖραν]], <span class="bibl">Poll.1.86</span>, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.13.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> name of a [[bandage]], <span class="bibl">Sor.<span class="title">Fasc.</span>24</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[round the head]]: hence,<br><span class="bld">II</span> Subst. [[περικεφαλαία]], ἡ, [[covering for the head]], [[helmet]], [[cap]], Call.Com.1 D., Aen. Tact.24.6, ''PPetr.''3p.328 (iii B. C.), etc.; π. σιδηρᾶ περιηργυρωμένη ''IG'' 11(2).161 ''B''77 (Delos, iii B. C.), cf. 22.1478.16, 12(5).647.30 (Ceos), Plb.3.71.4, J.''AJ''6.9.4, Antyll. ap. Orib.6.36.3.<br><span class="bld">b</span> [[wig]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">2</span> [[disorder of the oak]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.8.7.<br><span class="bld">3</span> in a ship, = [[ὁ στόλος ὑπὲρ τὴν στεῖραν]], Poll.1.86, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.13.4.<br><span class="bld">4</span> name of a [[bandage]], Sor.''Fasc.''24.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0579.png Seite 579]] um den Kopf gehend, gebunden, Sp. Davon als subst. ἡ περικεφαλαία, Kopfbedeckung, Helm, Pol. 3, 71, 4 u. öfter, u. a. Sp.; auch τὸ περικεφάλαιον, Pol. 6, 22, 3. Bei Poll. 1, 86 ist ἡ περικεφαλαία ein Theil am Schiffe. – Bei Theophr. ist τὸ περικεφάλαιον eine Kopfkrankheit der Schweine.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0579.png Seite 579]] um den Kopf gehend, gebunden, Sp. Davon als subst. ἡ περικεφαλαία, Kopfbedeckung, Helm, Pol. 3, 71, 4 u. öfter, u. a. Sp.; auch τὸ περικεφάλαιον, Pol. 6, 22, 3. Bei Poll. 1, 86 ist ἡ περικεφαλαία ein Teil am Schiffe. – Bei Theophr. ist τὸ περικεφάλαιον eine Kopfkrankheit der Schweine.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui entoure la tête :<br /><b>I.</b> ἡ περικεφαλαία :<br /><b>1</b> [[casque]];<br /><b>2</b> partie de la quille d'un navire (<i>cf.</i> [[παρεμβολίς]]);<br /><b>II.</b> τὸ περικεφάλαιον casque.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κεφαλή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περικεφάλαιος''': -α, -ον, ὁ περὶ τὴν κεφαλήν· [[ὅθεν]], ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περικεφαλαία, ἡ, [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς, [[κράνος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 30, Πολύβ. 3. 71, 4, κτλ.· [[ὡσαύτως]] περικεφάλαιον, τό, ὁ αὐτ. 6. 22, 3. 2) [[νόσος]] τις τῆς κεφαλῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 7. 3) [[μέρος]] τῆς πρῴρας πλοίου, Πολυδ. Α΄, 86.
|lstext='''περικεφάλαιος''': -α, -ον, ὁ περὶ τὴν κεφαλήν· [[ὅθεν]], ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περικεφαλαία, ἡ, [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς, [[κράνος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 30, Πολύβ. 3. 71, 4, κτλ.· [[ὡσαύτως]] περικεφάλαιον, τό, ὁ αὐτ. 6. 22, 3. 2) [[νόσος]] τις τῆς κεφαλῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 7. 3) [[μέρος]] τῆς πρῴρας πλοίου, Πολυδ. Α΄, 86.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui entoure la tête :<br /><b>I.</b> ἡ περικεφαλαία :<br /><b>1</b> casque;<br /><b>2</b> partie de la quille d’un navire (<i>cf.</i> [[παρεμβολίς]]);<br /><b>II.</b> τὸ περικεφάλαιον casque.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κεφαλή]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τοποθετείται [[γύρω]] από το [[κεφάλι]], που περιβάλλει την [[κεφαλή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[περικεφαλαία]]<br /><b>βλ.</b> [[περικεφαλαία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[περικεφάλαιον]]<br />η [[περικεφαλαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κεφάλαιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]])].
|mltxt=-αία, -ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τοποθετείται [[γύρω]] από το [[κεφάλι]], που περιβάλλει την [[κεφαλή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[περικεφαλαία]]<br /><b>βλ.</b> [[περικεφαλαία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[περικεφάλαιον]]<br />η [[περικεφαλαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κεφάλαιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικεφάλαιος Medium diacritics: περικεφάλαιος Low diacritics: περικεφάλαιος Capitals: ΠΕΡΙΚΕΦΑΛΑΙΟΣ
Transliteration A: perikephálaios Transliteration B: perikephalaios Transliteration C: perikefalaios Beta Code: perikefa/laios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,
A round the head: hence,
II Subst. περικεφαλαία, ἡ, covering for the head, helmet, cap, Call.Com.1 D., Aen. Tact.24.6, PPetr.3p.328 (iii B. C.), etc.; π. σιδηρᾶ περιηργυρωμένη IG 11(2).161 B77 (Delos, iii B. C.), cf. 22.1478.16, 12(5).647.30 (Ceos), Plb.3.71.4, J.AJ6.9.4, Antyll. ap. Orib.6.36.3.
b wig, Hsch.
2 disorder of the oak, Thphr. HP 3.8.7.
3 in a ship, = ὁ στόλος ὑπὲρ τὴν στεῖραν, Poll.1.86, cf. Thphr. HP 3.13.4.
4 name of a bandage, Sor.Fasc.24.

German (Pape)

[Seite 579] um den Kopf gehend, gebunden, Sp. Davon als subst. ἡ περικεφαλαία, Kopfbedeckung, Helm, Pol. 3, 71, 4 u. öfter, u. a. Sp.; auch τὸ περικεφάλαιον, Pol. 6, 22, 3. Bei Poll. 1, 86 ist ἡ περικεφαλαία ein Teil am Schiffe. – Bei Theophr. ist τὸ περικεφάλαιον eine Kopfkrankheit der Schweine.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui entoure la tête :
I. ἡ περικεφαλαία :
1 casque;
2 partie de la quille d'un navire (cf. παρεμβολίς);
II. τὸ περικεφάλαιον casque.
Étymologie: περί, κεφαλή.

Greek (Liddell-Scott)

περικεφάλαιος: -α, -ον, ὁ περὶ τὴν κεφαλήν· ὅθεν, ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περικεφαλαία, ἡ, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, κράνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 30, Πολύβ. 3. 71, 4, κτλ.· ὡσαύτως περικεφάλαιον, τό, ὁ αὐτ. 6. 22, 3. 2) νόσος τις τῆς κεφαλῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 7. 3) μέρος τῆς πρῴρας πλοίου, Πολυδ. Α΄, 86.

Greek Monolingual

-αία, -ον, ΜΑ
1. αυτός που τοποθετείται γύρω από το κεφάλι, που περιβάλλει την κεφαλή
2. το θηλ. ως ουσ.περικεφαλαία
βλ. περικεφαλαία
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ περικεφάλαιον
η περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κεφάλαιος (< κεφαλή)].