περισυνάγω: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perisynago | |Transliteration C=perisynago | ||
|Beta Code=perisuna/gw | |Beta Code=perisuna/gw | ||
|Definition= | |Definition=gloss on [[ἀφροίζω]], Sch.[[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''1139:—Pass., ''Glossaria'' on [[ἀμφαγέρονται]], Sch.Opp.''H.''3.231; [[περισυνηγμένων]] [[collected from all round]], ''Glossaria'' on [[παντοδαπῶν]], Sch.Them.''Or.''16.201a. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 07:43, 15 November 2024
English (LSJ)
gloss on ἀφροίζω, Sch.E.Hec.1139:—Pass., Glossaria on ἀμφαγέρονται, Sch.Opp.H.3.231; περισυνηγμένων collected from all round, Glossaria on παντοδαπῶν, Sch.Them.Or.16.201a.
Greek (Liddell-Scott)
περισυνάγω: συνάγω τι πέριξ τινὸς ἢ συνάγω πανταχόθεν εἰς ἓν μέρος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 2. 231, Ἐπιφάν., κλπ.
Greek Monolingual
ΜΑ συνάγω
1. συγκεντρώνω κάτι γύρω από κάτι άλλο ή από κάποιον
2. συγκεντρώνω διασκορπισμένα μέρη ενός συνόλου, συναθροίζω από παντού σε ένα μέρος, περισυλλέγω, συμμαζεύω.