συγχωρητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygchoritikos
|Transliteration C=sygchoritikos
|Beta Code=sugxwrhtiko/s
|Beta Code=sugxwrhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">assigning a place to . .</b>, νοῦς σ. πάντων Herm. ap. Stob.1.18.3.</span>
|Definition=ή, όν, [[assigning a place to]] . ., [[νοῦς]] συγχωρητικὸς πάντων Herm. ap. Stob.1.18.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγχωρητικός''': -ή, -όν, ὁ κλίνων εἰς ὑποχώρησιν, [[ἐνδοτικός]], συγχωρῶν, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 1193C, κτλ.
|lstext='''συγχωρητικός''': -ή, -όν, ὁ κλίνων εἰς ὑποχώρησιν, [[ἐνδοτικός]], συγχωρῶν, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 1193C, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συγχωρητικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[συγχωρῶ]]<br />αυτός που εύκολα συγχωρεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο παρέχεται [[συγχώρηση]], [[συγγνώμη]], [[συγχωρητήριος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το συγχωρητικό</i><br />το συγχωροχάρτι<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, [[ενδοτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγχωρητικῶς</i> Α<br />[[κατά]] [[συγχώρηση]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συγχωρητικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[συγχωρῶ]]<br />αυτός που εύκολα συγχωρεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο παρέχεται [[συγχώρηση]], [[συγγνώμη]], [[συγχωρητήριος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το συγχωρητικό</i><br />το συγχωροχάρτι<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, [[ενδοτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγχωρητικῶς</i> Α<br />[[κατά]] [[συγχώρηση]].
|mltxt=-ή, -ό / [[συγχωρητικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[συγχωρῶ]]<br />αυτός που εύκολα συγχωρεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο παρέχεται [[συγχώρηση]], [[συγγνώμη]], [[συγχωρητήριος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το συγχωρητικό</i><br />το συγχωροχάρτι<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, [[ενδοτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγχωρητικῶς</i> Α<br />[[κατά]] [[συγχώρηση]].
}}
}}

Latest revision as of 13:08, 25 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχωρητικός Medium diacritics: συγχωρητικός Low diacritics: συγχωρητικός Capitals: ΣΥΓΧΩΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synchōrētikós Transliteration B: synchōrētikos Transliteration C: sygchoritikos Beta Code: sugxwrhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, assigning a place to . ., νοῦς συγχωρητικὸς πάντων Herm. ap. Stob.1.18.3.

German (Pape)

[Seite 972] ή, όν, zum Nachgeben gehörig, nachgiebig, nachsichtig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγχωρητικός: -ή, -όν, ὁ κλίνων εἰς ὑποχώρησιν, ἐνδοτικός, συγχωρῶν, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 1193C, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγχωρητικός, -ή, -όν, ΝΑ συγχωρῶ
αυτός που εύκολα συγχωρεί
νεοελλ.
1. αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγγνώμη, συγχωρητήριος
2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητικό
το συγχωροχάρτι
αρχ.
αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, ενδοτικός.
επίρρ...
συγχωρητικῶς Α
κατά συγχώρηση.