τεινεσμός: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=teinesmos | |Transliteration C=teinesmos | ||
|Beta Code=teinesmo/s | |Beta Code=teinesmo/s | ||
|Definition=ὁ, (τείνω) | |Definition=ὁ, ([[τείνω]]) [[a vain endeavour to evacuate]], Hp.''Aph.''7.27, ''Epid.''1.5 (pl.), Sor.2.12, Gal.8.383 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, (τείνω) a vain endeavour to evacuate, Hp.Aph.7.27, Epid.1.5 (pl.), Sor.2.12, Gal.8.383 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1080] ὁ, gespannter, harter Leib, Hartleibigkeit, Medic. u. Nic. Al. 382.
Greek Monolingual
και τηνεσμός, ο, ΝΑ
τάνυσμα, επώδυνη τάση για αφόδευση ή για ούρηση προκαλούμενη από ερεθισμό ή σπασμό του αντίστοιχου σφιγκτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός όρος σχηματισμένος από το θ. του ενεστ. του ρ. τείνω με επίθημα -εσμός, πιθ. αναλογικά προς το πιεσμός. Η γρφ. τηνεσμός παραμένει δυσερμήνευτη και είναι πιθ. εσφαλμένη].