ψωθίον: Difference between revisions
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psothion | |Transliteration C=psothion | ||
|Beta Code=ywqi/on | |Beta Code=ywqi/on | ||
|Definition=τό, (ψώω) | |Definition=τό, ([[ψώω]]) [[small crumb]], [[morsel]], Pherecr.81 (acc. to Ath. 14.646c):—also [[ψωθία]], ἡ, [[blister on under-surface of loaf]], Poll.7.23; hence of coin used in Hades, Pherecr. l. c. (acc. to Poll.9.83). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br />μικρό [[τεμάχιο]], [[ψιχίο]], [[ψίχουλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>ψη</i>- του <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i> «[[τρίβω]]», με δασύ [[επίθημα]] και κατάλ. -<i>ίον</i> ( | |mltxt=τὸ, Α<br />μικρό [[τεμάχιο]], [[ψιχίο]], [[ψίχουλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>ψη</i>- του <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i> «[[τρίβω]]», με δασύ [[επίθημα]] και κατάλ. -<i>ίον</i> ([[πρβλ]]. [[κυτίον]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, (ψώω) small crumb, morsel, Pherecr.81 (acc. to Ath. 14.646c):—also ψωθία, ἡ, blister on under-surface of loaf, Poll.7.23; hence of coin used in Hades, Pherecr. l. c. (acc. to Poll.9.83).
German (Pape)
[Seite 1405] τό, ein kleiner Brocken, Bissen, bei Ath. XIV, 646 c durch ψοθύρια erkl. u. aus Pherecrat. belegt, auch τοῦ ἄρτου τὰ ἀποψώμενα = ἀττάραγοι.
Greek (Liddell-Scott)
ψωθίον: τό, (ψώω) μικρὸν τεμάχιον, ψιχίον, Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις» 4· - καὶ ψωθία, ἡ, Πολυδ. Ζ΄, 23, Θ΄, 83.
Greek Monolingual
τὸ, Α
μικρό τεμάχιο, ψιχίο, ψίχουλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη- του ψήω / ψῆν «τρίβω», με δασύ επίθημα και κατάλ. -ίον (πρβλ. κυτίον)].