ἀντίπτωμα: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antiptoma | |Transliteration C=antiptoma | ||
|Beta Code=a)nti/ptwma | |Beta Code=a)nti/ptwma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[stumble against]], [[LXX]] ''Si.''34(31).29; [[accident]], Ptol. ''Tetr.''116, Paul.Al.''N.''3b. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[tropezón]], [[accidente]] ἐν ὁδῷ ἀντιπτώματος μὴ πορεύου [[LXX]] <i>Si</i>.32.20, de borrachos ἐν ἐρεθισμῷ καὶ ἀντιπτώματι [[LXX]] <i>Si</i>.31.29, producido por la posición de los astros ἀντιπτώμασι ... ἢ ἀσθενείαις Ptol.<i>Tetr</i>.3.5.8, cf. Paul.Al.69.21. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντίπτωμα''': -ατος, τό, [[πρόσκομμα]], ἐν ὁδῷ ἀντιπτώματος μὴ πορεύου, δηλ. ἐν ᾗ δυνατὸν προσκόψῃς [[πρός]] τι, Ἑβδ. (Σειρὰχ λα΄, 34· λβ΄, 21): - [[δυστύχημα]] ἐκ τύχης, Ἰατρ. | |lstext='''ἀντίπτωμα''': -ατος, τό, [[πρόσκομμα]], ἐν ὁδῷ ἀντιπτώματος μὴ πορεύου, δηλ. ἐν ᾗ δυνατὸν προσκόψῃς [[πρός]] τι, Ἑβδ. (Σειρὰχ λα΄, 34· λβ΄, 21): - [[δυστύχημα]] ἐκ τύχης, Ἰατρ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντίπτωμα]], το (Α) [[αντιπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πρόσκομμα]], [[εμπόδιο]]<br /><b>2.</b> το [[ατύχημα]]. | |mltxt=[[ἀντίπτωμα]], το (Α) [[αντιπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πρόσκομμα]], [[εμπόδιο]]<br /><b>2.</b> το [[ατύχημα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:22, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, stumble against, LXX Si.34(31).29; accident, Ptol. Tetr.116, Paul.Al.N.3b.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
tropezón, accidente ἐν ὁδῷ ἀντιπτώματος μὴ πορεύου LXX Si.32.20, de borrachos ἐν ἐρεθισμῷ καὶ ἀντιπτώματι LXX Si.31.29, producido por la posición de los astros ἀντιπτώμασι ... ἢ ἀσθενείαις Ptol.Tetr.3.5.8, cf. Paul.Al.69.21.
German (Pape)
[Seite 260] τό, Gegenfall, Einsturz, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίπτωμα: -ατος, τό, πρόσκομμα, ἐν ὁδῷ ἀντιπτώματος μὴ πορεύου, δηλ. ἐν ᾗ δυνατὸν προσκόψῃς πρός τι, Ἑβδ. (Σειρὰχ λα΄, 34· λβ΄, 21): - δυστύχημα ἐκ τύχης, Ἰατρ.
Greek Monolingual
ἀντίπτωμα, το (Α) αντιπίπτω
1. πρόσκομμα, εμπόδιο
2. το ατύχημα.