ὀδαξητικός: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=odaksitikos
|Transliteration C=odaksitikos
|Beta Code=o)dachtiko/s
|Beta Code=o)dachtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[causing to itch]], <span class="bibl">Poll.2.110</span>.</span>
|Definition=ὀδαξητική, ὀδαξητικόν, [[causing to itch]], Poll.2.110.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀδαξητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που προκαλεί κνησμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀδάξομαι</i> / <i>ὀδαξῶμαι</i> «[[προκαλώ]] κνησμό, [[αισθάνομαι]] [[φαγούρα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ητικός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κιν</i>-<i>ητικός</i>)].
|mltxt=[[ὀδαξητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που προκαλεί κνησμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀδάξομαι</i> / <i>ὀδαξῶμαι</i> «[[προκαλώ]] κνησμό, [[αισθάνομαι]] [[φαγούρα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ητικός</i> ([[πρβλ]]. [[κινητικός]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδαξητικός Medium diacritics: ὀδαξητικός Low diacritics: οδαξητικός Capitals: ΟΔΑΞΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: odaxētikós Transliteration B: odaxētikos Transliteration C: odaksitikos Beta Code: o)dachtiko/s

English (LSJ)

ὀδαξητική, ὀδαξητικόν, causing to itch, Poll.2.110.

German (Pape)

[Seite 291] dasselbe, richtigere Lesart Poll. 2, 110 bei Bekker.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδαξητικός: -ή, -όν, προξενῶν κνησμόν, «φαγοῦραν», Πολυδ. Β, 110.

Greek Monolingual

ὀδαξητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί κνησμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. -ητικός (πρβλ. κινητικός)].