ὄνωνις: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">Fr.anon</b>" to "Fr.anon") |
m (Text replacement - "Theophrastus ''HP''" to "Thphr. ''HP''") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ononis | |Transliteration C=ononis | ||
|Beta Code=o)/nwnis | |Beta Code=o)/nwnis | ||
|Definition=or ὀνωνίς, ιδος, ἡ, | |Definition=or [[ὀνωνίς]], ιδος, ἡ, [[rest-harrow]], [[Ononis antiquorum]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]''6.1.3, Dsc.3.131; τρηχεῖαν ὄνωνιν Call.Fr.anon.366 (ap.Plu.2.44e, al., [[varia lectio|v.l.]] [[ἄνωνιν]]): metaph., <b class="b3">ἐς [τὴν] πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα</b> this [[troublesome weed]] (perhaps with a play on [[ὄνος]]), ''Com.Adesp.''438. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0351.png Seite 351]] ιδος, ἡ, = [[ὄνοσμα]], Diosc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0351.png Seite 351]] ιδος, ἡ, = [[ὄνοσμα]], Diosc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ὀνώνιδος (ἡ) :<br />[[sorte de plante légumineuse odorante]].<br />'''Étymologie:''' DELG [[ὄνος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄνωνις:''' ιδος ἡ (acc. ὄνωνιν) бот. ононида, воловья трава (Ononis arvensis) Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄνωνις''': -ιδος, ἡ, = [[ὄνοσμα]], Διοσκ. 3, 437 (147) ἐκ τῶν νόθων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3· τρηχεῖαν ὄνωνιν Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 44Ε· μεταφ., ἐς [τὴν] πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα, τὸ ὀχληρὸν τοῦτο φυτὸν ([[ἴσως]] | |lstext='''ὄνωνις''': -ιδος, ἡ, = [[ὄνοσμα]], Διοσκ. 3, 437 (147) ἐκ τῶν νόθων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3· τρηχεῖαν ὄνωνιν Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 44Ε· μεταφ., ἐς [τὴν] πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα, τὸ ὀχληρὸν τοῦτο φυτὸν ([[ἴσως]] μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως [[ὄνος]]), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 537· - ἴδε [[ὄνοσμα]]. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. σ. 349. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α ὀνωνίς, και [[ὄνωνις]] και ὄνωσις)<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], στην [[οικογένεια]] [[φαβίδες]] και έχει 70 [[περίπου]] είδη, από τα οποία 18 απαντούν αυτοφυή στην [[Ελλάδα]] και [[είναι]] γνωστά, τα κυριότερα, με τις κοινές ονομασίες παλαμίδι ή ανωνίδα ή πλαταμωνίδα ή έλινας, [[βάλσαμο]] ή βαλσαμόχορτο και προκόχορτο<br /><b>αρχ.</b><br />ενοχλητικό [[φυτό]], πιθ. με [[λογοπαίγνιο]] στη λ. όνος («ἐς πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με τη λ. [[ὄνος]], [[αλλά]] [[είναι]] [[δυσερμήνευτος]] ο [[σχηματισμός]] του]. | |mltxt=η (Α ὀνωνίς, και [[ὄνωνις]] και ὄνωσις)<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], στην [[οικογένεια]] [[φαβίδες]] και έχει 70 [[περίπου]] είδη, από τα οποία 18 απαντούν αυτοφυή στην [[Ελλάδα]] και [[είναι]] γνωστά, τα κυριότερα, με τις κοινές ονομασίες παλαμίδι ή ανωνίδα ή πλαταμωνίδα ή έλινας, [[βάλσαμο]] ή βαλσαμόχορτο και προκόχορτο<br /><b>αρχ.</b><br />ενοχλητικό [[φυτό]], πιθ. με [[λογοπαίγνιο]] στη λ. όνος («ἐς πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με τη λ. [[ὄνος]], [[αλλά]] [[είναι]] [[δυσερμήνευτος]] ο [[σχηματισμός]] του]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: plantname [[rest-harrow]], [[Ononis antiquorum]] (Thphr.); cf. Strömberg 61, 155; s.v.).<br />Other forms: (<b class="b3">-ίς</b>)<br />Derivatives: [[ὀνωνῖτις]] f. <b class="b2">id.</b> (Ps.-Dsc.; Redard 75).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: | |etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: plantname [[rest-harrow]], [[Ononis antiquorum]] (Thphr.); cf. Strömberg 61, 155; s.v.).<br />Other forms: (<b class="b3">-ίς</b>)<br />Derivatives: [[ὀνωνῖτις]] f. <b class="b2">id.</b> (Ps.-Dsc.; Redard 75).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Furnée 340f. compares [[ἀνωνίς]] (Dsc.). So a Pre-Greek word. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''ὄνωνις''': {ónōnis}<br />'''Forms''': (-ίς)<br />'''Grammar''': f.<br />'''See also''': s. [[ὄνος]].<br />'''Page''' 2,399 | |ftr='''ὄνωνις''': {ónōnis}<br />'''Forms''': (-ίς)<br />'''Grammar''': f.<br />'''See also''': s. [[ὄνος]].<br />'''Page''' 2,399 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:24, 1 November 2024
English (LSJ)
or ὀνωνίς, ιδος, ἡ, rest-harrow, Ononis antiquorum, Thphr. HP6.1.3, Dsc.3.131; τρηχεῖαν ὄνωνιν Call.Fr.anon.366 (ap.Plu.2.44e, al., v.l. ἄνωνιν): metaph., ἐς [τὴν] πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα this troublesome weed (perhaps with a play on ὄνος), Com.Adesp.438.
German (Pape)
[Seite 351] ιδος, ἡ, = ὄνοσμα, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ὀνώνιδος (ἡ) :
sorte de plante légumineuse odorante.
Étymologie: DELG ὄνος.
Russian (Dvoretsky)
ὄνωνις: ιδος ἡ (acc. ὄνωνιν) бот. ононида, воловья трава (Ononis arvensis) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὄνωνις: -ιδος, ἡ, = ὄνοσμα, Διοσκ. 3, 437 (147) ἐκ τῶν νόθων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3· τρηχεῖαν ὄνωνιν Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 44Ε· μεταφ., ἐς [τὴν] πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα, τὸ ὀχληρὸν τοῦτο φυτὸν (ἴσως μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως ὄνος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 537· - ἴδε ὄνοσμα. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. σ. 349.
Greek Monolingual
η (Α ὀνωνίς, και ὄνωνις και ὄνωσις)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, στην οικογένεια φαβίδες και έχει 70 περίπου είδη, από τα οποία 18 απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα και είναι γνωστά, τα κυριότερα, με τις κοινές ονομασίες παλαμίδι ή ανωνίδα ή πλαταμωνίδα ή έλινας, βάλσαμο ή βαλσαμόχορτο και προκόχορτο
αρχ.
ενοχλητικό φυτό, πιθ. με λογοπαίγνιο στη λ. όνος («ἐς πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ὄνος, αλλά είναι δυσερμήνευτος ο σχηματισμός του].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: plantname rest-harrow, Ononis antiquorum (Thphr.); cf. Strömberg 61, 155; s.v.).
Other forms: (-ίς)
Derivatives: ὀνωνῖτις f. id. (Ps.-Dsc.; Redard 75).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Furnée 340f. compares ἀνωνίς (Dsc.). So a Pre-Greek word.
Frisk Etymology German
ὄνωνις: {ónōnis}
Forms: (-ίς)
Grammar: f.
See also: s. ὄνος.
Page 2,399