δίκταμος: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
(Created page with "{{grml |mltxt=και δίκταμο και δίχταμο, το και δίκταμος και δίχταμος, ο (AM δίκταμνον, το και ...") |
m (pape replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[δίκταμο]] και [[δίχταμο]], το και [[δίκταμος]] και [[δίχταμος]], ο (AM [[δίκταμνον]], το και [[δίκταμνος]], η)<br />το θεραπευτικό [[φυτό]] <i>αμάρακον dictamnum</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παράγωγη λ. <span style="color: red;"><</span> <i>Δίκτη</i>, [[ονομασία]] κρητικού βουνού όπου φύτρωνε το <i>δίκταμ</i>(<i>ν</i>)<i>ο</i><br /><i>το</i> [[επίθημα]] -<i>αμ</i>(<i>ν</i>)<i>ο</i> πιθ. [[είναι]] αιγαιακής προελεύσεως ( | |mltxt=και [[δίκταμο]] και [[δίχταμο]], το και [[δίκταμος]] και [[δίχταμος]], ο (AM [[δίκταμνον]], το και [[δίκταμνος]], η)<br />το θεραπευτικό [[φυτό]] <i>αμάρακον dictamnum</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παράγωγη λ. <span style="color: red;"><</span> <i>Δίκτη</i>, [[ονομασία]] κρητικού βουνού όπου φύτρωνε το <i>δίκταμ</i>(<i>ν</i>)<i>ο</i><br /><i>το</i> [[επίθημα]] -<i>αμ</i>(<i>ν</i>)<i>ο</i> πιθ. [[είναι]] αιγαιακής προελεύσεως ([[πρβλ]]. [[σφένδαμνος]], [[κάρδαμον]])]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[δίκταμνος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:44, 24 November 2022
Greek Monolingual
και δίκταμο και δίχταμο, το και δίκταμος και δίχταμος, ο (AM δίκταμνον, το και δίκταμνος, η)
το θεραπευτικό φυτό αμάρακον dictamnum.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγη λ. < Δίκτη, ονομασία κρητικού βουνού όπου φύτρωνε το δίκταμ(ν)ο
το επίθημα -αμ(ν)ο πιθ. είναι αιγαιακής προελεύσεως (πρβλ. σφένδαμνος, κάρδαμον)].
German (Pape)
= δίκταμνος.