ἀσύγγνωστος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asyggnostos
|Transliteration C=asyggnostos
|Beta Code=a)su/ggnwstos
|Beta Code=a)su/ggnwstos
|Definition=ον, = [[ἀσυγγνώμων]] ([[not pardoning]], [[merciless]], [[relentless]]), <span class="bibl">Jul.<span class="title">Ep.</span>184</span>. <span class="sense"><span class="bld">II</span> [[unpardonable]], Gal.1.13, <span class="bibl">Phalar. <span class="title">Ep.</span>6</span>, <span class="bibl">Him.<span class="title">Ecl.</span>5.10</span>, <span class="bibl">Lib.<span class="title">Or.</span>59.144</span>. Adv. [[ἀσυγγνώστως]] <span class="bibl">Phld.<span class="title">Mort.</span>20</span>.</span>
|Definition=ἀσύγγνωστον, = [[ἀσυγγνώμων]] ([[not pardoning]], [[merciless]], [[relentless]]), Jul.''Ep.''184.<br><span class="bld">II</span> [[unpardonable]], Gal.1.13, Phalar. ''Ep.''6, Him.''Ecl.''5.10, Lib.''Or.''59.144. Adv. [[ἀσυγγνώστως]] Phld.''Mort.''20.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no tiene disculpa]], [[imperdonable]] τὸ κακόν Gal.<i>Adhort</i>.7, [[ἀδοξία]] Him.5.10, cf. Longin.3, Lib.<i>Or</i>.59.144<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀσύγγνωστα [[cosas imperdonables]] Phalar.<i>Ep</i>.6.<br /><b class="num">2</b> [[que no perdona]] ἀσύγγνωστον οἶδά σε Iul.<i>Ep</i>.184.416c, δικασταί Chrys.<i>Sac</i>.3.14.13<br /><b class="num">•</b>[[inexorable]] κίνδυνος Ath.Al.M.25.96C, del castigo eterno, Ath.Al.M.26.440B.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀσυγγνώστως]] = [[en forma imperdonable]] Phld.<i>Mort</i>.20, Thdr.Heracl.<i>Fr.Is</i>.M.18.1321D.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσύγγνωστος''': -ον, ὁ μὴ [[ἄξιος]] συγγνώμης, ἀσγνωστότερον ἑαυτῷ τὸ κακὸν ἀποφαίνει Γαλην 1. 13, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. 266C, κλ.:―Ἐπίρρ. ἀσυγγνώστως, Βασίλ. ΙΙΙ, 633Β, κλ.
|lstext='''ἀσύγγνωστος''': -ον, ὁ μὴ [[ἄξιος]] συγγνώμης, ἀσγνωστότερον ἑαυτῷ τὸ κακὸν ἀποφαίνει Γαλην 1. 13, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. 266C, κλ.:―Ἐπίρρ. ἀσυγγνώστως, Βασίλ. ΙΙΙ, 633Β, κλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no tiene disculpa]], [[imperdonable]] τὸ κακόν Gal.<i>Adhort</i>.7, [[ἀδοξία]] Him.5.10, cf. Longin.3, Lib.<i>Or</i>.59.144<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀσύγγνωστα [[cosas imperdonables]] Phalar.<i>Ep</i>.6.<br /><b class="num">2</b> [[que no perdona]] ἀσύγγνωστον οἶδά σε Iul.<i>Ep</i>.184.416c, δικασταί Chrys.<i>Sac</i>.3.14.13<br /><b class="num">•</b>[[inexorable]] κίνδυνος Ath.Al.M.25.96C, del castigo eterno, Ath.Al.M.26.440B.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀσυγγνώστως]] = [[en forma imperdonable]] Phld.<i>Mort</i>.20, Thdr.Heracl.<i>Fr.Is</i>.M.18.1321D.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσύγγνωστος]], -ον) [[συγγνωστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ασύγγνωστη [[πλάνη]]» — [[αδίκημα]] το οποίο καταλογίζεται σε κάποιον που από [[αμέλεια]] αγνοεί το αξιόποινο μιας πράξης<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[άξιος]] συγγνώμης, ο [[ασυγχώρητος]]<br /><b>2.</b> ο [[ασυγγνώμων]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσύγγνωστος]], -ον) [[συγγνωστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ασύγγνωστη [[πλάνη]]» — [[αδίκημα]] το οποίο καταλογίζεται σε κάποιον που από [[αμέλεια]] αγνοεί το αξιόποινο μιας πράξης<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[άξιος]] συγγνώμης, ο [[ασυγχώρητος]]<br /><b>2.</b> ο [[ασυγγνώμων]].
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύγγνωστος Medium diacritics: ἀσύγγνωστος Low diacritics: ασύγγνωστος Capitals: ΑΣΥΓΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: asýngnōstos Transliteration B: asyngnōstos Transliteration C: asyggnostos Beta Code: a)su/ggnwstos

English (LSJ)

ἀσύγγνωστον, = ἀσυγγνώμων (not pardoning, merciless, relentless), Jul.Ep.184.
II unpardonable, Gal.1.13, Phalar. Ep.6, Him.Ecl.5.10, Lib.Or.59.144. Adv. ἀσυγγνώστως Phld.Mort.20.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no tiene disculpa, imperdonable τὸ κακόν Gal.Adhort.7, ἀδοξία Him.5.10, cf. Longin.3, Lib.Or.59.144
subst. τὰ ἀσύγγνωστα cosas imperdonables Phalar.Ep.6.
2 que no perdona ἀσύγγνωστον οἶδά σε Iul.Ep.184.416c, δικασταί Chrys.Sac.3.14.13
inexorable κίνδυνος Ath.Al.M.25.96C, del castigo eterno, Ath.Al.M.26.440B.
II adv. ἀσυγγνώστως = en forma imperdonable Phld.Mort.20, Thdr.Heracl.Fr.Is.M.18.1321D.

German (Pape)

[Seite 379] unverzeihlich, Sp., nach Hesych. auch = nicht verzeihend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύγγνωστος: -ον, ὁ μὴ ἄξιος συγγνώμης, ἀσγνωστότερον ἑαυτῷ τὸ κακὸν ἀποφαίνει Γαλην 1. 13, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. 266C, κλ.:―Ἐπίρρ. ἀσυγγνώστως, Βασίλ. ΙΙΙ, 633Β, κλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσύγγνωστος, -ον) συγγνωστός
νεοελλ.
φρ. «ασύγγνωστη πλάνη» — αδίκημα το οποίο καταλογίζεται σε κάποιον που από αμέλεια αγνοεί το αξιόποινο μιας πράξης
αρχ.-μσν.
1. αυτός που δεν είναι άξιος συγγνώμης, ο ασυγχώρητος
2. ο ασυγγνώμων.