ὀρεσίβιος: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[ὀρεσίβιος]], -ον, Α και [[ὀρέσβιος]], -ον)<br />αυτός που διαμένει στα όρη, [[βουνήσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρεσι</i>- / <i>ὀρεσ</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] (<b>πρβλ.</b> <i>θαλασσό</i>-<i>βιος</i>)].
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[ὀρεσίβιος]], -ον, Α και [[ὀρέσβιος]], -ον)<br />αυτός που διαμένει στα όρη, [[βουνήσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρεσι</i>- / <i>ὀρεσ</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] ([[πρβλ]]. [[θαλασσόβιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεσίβιος Medium diacritics: ὀρεσίβιος Low diacritics: ορεσίβιος Capitals: ΟΡΕΣΙΒΙΟΣ
Transliteration A: oresíbios Transliteration B: oresibios Transliteration C: oresivios Beta Code: o)resi/bios

English (LSJ)

v. ὀρέσβιος.

German (Pape)

[Seite 372] = ὀρέσβιος, zw.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ὀρεσίβιος, -ον, Α και ὀρέσβιος, -ον)
αυτός που διαμένει στα όρη, βουνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσι- / ὀρεσ- (βλ. λ. όρος [II]) + βίος (πρβλ. θαλασσόβιος)].