νηξίπους: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
m (LSJ2 replacement)
m (pape replacement)
 
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηξίπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει πόδια [[κατάλληλα]] για [[κολύμβηση]], που κολυμπά με τα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῆξις]] «[[κολύμβηση]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] «[[πόδι]]» συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]].
|mltxt=[[νηξίπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει πόδια [[κατάλληλα]] για [[κολύμβηση]], που κολυμπά με τα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῆξις]] «[[κολύμβηση]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] «[[πόδι]]» συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]].
}}
{{pape
|ptext=ποδος, <i>[[schwimmfüßig]]</i>, [[Fische]], Sp.
}}
}}

Latest revision as of 16:43, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηξίπους Medium diacritics: νηξίπους Low diacritics: νηξίπους Capitals: ΝΗΞΙΠΟΥΣ
Transliteration A: nēxípous Transliteration B: nēxipous Transliteration C: niksipous Beta Code: nhci/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. -ποδος, webfooted, gloss on νέποδες, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νηξίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων τοὺς πόδας καταλλήλους πρὸς νῆξιν, στεγανόπους, Εὐστ., κλ.· ἴδε νέποδες.

Greek Monolingual

νηξίπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει πόδια κατάλληλα για κολύμβηση, που κολυμπά με τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆξις «κολύμβηση» + πούς «πόδι» συνθ. του τύπου τερψίμβροτος].

German (Pape)

ποδος, schwimmfüßig, Fische, Sp.