κυφούμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "οῡνται" to "οῦνται")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α κυφοῦμαι, -όομαι) [[κυφός]]<br />[[γίνομαι]] [[κυφός]], [[παρουσιάζω]] [[κύφωση]], [[καμπουριάζω]] («τῶν ἐξαρθρήσεων... ἔνιαι κυφοῡνται», <b>Γαλ.</b>).
|mltxt=(Α κυφοῦμαι, -όομαι) [[κυφός]]<br />[[γίνομαι]] [[κυφός]], [[παρουσιάζω]] [[κύφωση]], [[καμπουριάζω]] («τῶν ἐξαρθρήσεων... ἔνιαι κυφοῦνται», <b>Γαλ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 18:08, 26 March 2021

Greek Monolingual

(Α κυφοῦμαι, -όομαι) κυφός
γίνομαι κυφός, παρουσιάζω κύφωση, καμπουριάζω («τῶν ἐξαρθρήσεων... ἔνιαι κυφοῦνται», Γαλ.).