κοίτος: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κοῑτος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[τόπος]] για [[κατάκλιση]], [[κοίτη]], [[κλίνη]], [[κρεβάτι]] («[[ὄφρα]] Ποσειδάωνι... σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πτηνά) [[μέρος]] για [[κούρνιασμα]]<br /><b>3.</b> [[μάντρα]], [[στάβλος]]<br /><b>4.</b> ύπνος («[[αὐτάρ]] [[ἐπήν]] νύξ ἔλθη ἕλῃσί τε κοῑτος ἅπαντας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> η [[ανάπαυση]] που έρχεται με τον ύπνο («καὶ ἐπ' ἠῶ κοῑτον ὥρῃ ἐν ἀμήτου», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «κοῑτον [[ἰαύω]]» — [[κοιμάμαι]]<br />β) «κοῑτον ποιοῦμαι» ή «ἐς κοῑτον [[πάρειμι]]» — κατακλίνομαι, [[πέφτω]] στο [[κρεβάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κοι</i>- (ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>koi</i>- της αρχικής ΙΕ ρίζας <i>kei</i>- «[[κείμαι]]», απ' όπου και το [[κεῖμαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πλού</i>-<i>τος</i>, <i>φόρ</i>-<i>τος</i>)].
|mltxt=κοῑτος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[τόπος]] για [[κατάκλιση]], [[κοίτη]], [[κλίνη]], [[κρεβάτι]] («[[ὄφρα]] Ποσειδάωνι... σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πτηνά) [[μέρος]] για [[κούρνιασμα]]<br /><b>3.</b> [[μάντρα]], [[στάβλος]]<br /><b>4.</b> ύπνος («[[αὐτάρ]] [[ἐπήν]] νύξ ἔλθη ἕλῃσί τε κοῑτος ἅπαντας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> η [[ανάπαυση]] που έρχεται με τον ύπνο («καὶ ἐπ' ἠῶ κοῑτον ὥρῃ ἐν ἀμήτου», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «κοῑτον [[ἰαύω]]» — [[κοιμάμαι]]<br />β) «κοῑτον ποιοῦμαι» ή «ἐς κοῖτον [[πάρειμι]]» — κατακλίνομαι, [[πέφτω]] στο [[κρεβάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κοι</i>- (ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>koi</i>- της αρχικής ΙΕ ρίζας <i>kei</i>- «[[κείμαι]]», απ' όπου και το [[κεῖμαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> ([[πρβλ]]. [[πλούτος]], [[φόρτος]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

κοῑτος, ὁ (Α)
1. τόπος για κατάκλιση, κοίτη, κλίνη, κρεβάτιὄφρα Ποσειδάωνι... σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα», Ομ. Οδ.)
2. (για πτηνά) μέρος για κούρνιασμα
3. μάντρα, στάβλος
4. ύπνος («αὐτάρ ἐπήν νύξ ἔλθη ἕλῃσί τε κοῑτος ἅπαντας», Ομ. Οδ.)
5. η ανάπαυση που έρχεται με τον ύπνο («καὶ ἐπ' ἠῶ κοῑτον ὥρῃ ἐν ἀμήτου», Ησίοδ.)
6. φρ. α) «κοῑτον ἰαύω» — κοιμάμαι
β) «κοῑτον ποιοῦμαι» ή «ἐς κοῖτον πάρειμι» — κατακλίνομαι, πέφτω στο κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοι- (ετεροιωμένη βαθμίδα koi- της αρχικής ΙΕ ρίζας kei- «κείμαι», απ' όπου και το κεῖμαι) + κατάλ. -τος (πρβλ. πλούτος, φόρτος)].