φιλοφρονέω: Difference between revisions
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
mNo edit summary |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br /><i> | |btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br /><i>d'ord. au Moy.</i> [[φιλοφρονέομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 12:41, 23 August 2022
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
d'ord. au Moy. φιλοφρονέομαι.
Russian (Dvoretsky)
φιλοφρονέω: Plut. = φιλοφρονέομαι.
Greek Monolingual
φιλοφρονῶ, φιλοφρονέω, ΝΜΑ φιλόφρων, -ονος]
φέρομαι με φιλοφροσύνη, με ευγένεια
αρχ.
1. (με δοτ. προσ.) δείχνω φιλοφροσύνη σε κάποιον («ὁ δὲ Κῡρος ἰδὼν αὐτὸν ἄλλο μὲν οὐδὲν ἐφιλοφρονήσατο αὐτῷ», Ξεν.)
2. (για πράγμ.) ευφραίνω, ευχαριστώ
3. (αμτβ.) είμαι ευδιάθετος
4. φρ. α) «φιλοφρονοῦμαι θυμῷ» — πράττω, ενεργώ κατά βούληση άλλου (Πλάτ.)
β) «φιλοφρονοῦμαι ἤθη κακά» — ενστερνίζομαι κακά ήθη (Πλάτ.).