λυσιτελώ: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α λυσιτελῶ, -έω) [[λυσιτελής]]<br />[[αποβαίνω]] [[ωφέλιμος]], [[παρέχω]] [[κέρδος]] («οὔ φημ' ἂν λυσιτελεῖν [[σφῷν]] [τοῦτο]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποζημιώνω]] για [[δαπάνη]] που έγινε ή [[πληρώνω]] τα οφειλόμενα<br /><b>2.</b> (συν. ως απρόσ.) <i>λυσιτελεῑ μοι</i><br />[[είναι]] καλύτερα για μένα, μέ συμφέρει<br /><b>3.</b> (με κακή [[έννοια]]) [[συνωμοτώ]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ λυσιτελοῦν
|mltxt=(Α λυσιτελῶ, -έω) [[λυσιτελής]]<br />[[αποβαίνω]] [[ωφέλιμος]], [[παρέχω]] [[κέρδος]] («οὔ φημ' ἂν λυσιτελεῖν [[σφῷν]] [τοῦτο]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποζημιώνω]] για [[δαπάνη]] που έγινε ή [[πληρώνω]] τα οφειλόμενα<br /><b>2.</b> (συν. ως απρόσ.) <i>λυσιτελεῖ μοι</i><br />[[είναι]] καλύτερα για μένα, μέ συμφέρει<br /><b>3.</b> (με κακή [[έννοια]]) [[συνωμοτώ]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ λυσιτελοῦν
</i><br />[[ωφέλεια]], [[κέρδος]].
</i><br />[[ωφέλεια]], [[κέρδος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 13 October 2022

Greek Monolingual

(Α λυσιτελῶ, -έω) λυσιτελής
αποβαίνω ωφέλιμος, παρέχω κέρδος («οὔ φημ' ἂν λυσιτελεῖν σφῷν [τοῦτο]», Αριστοφ.)
αρχ.
1. αποζημιώνω για δαπάνη που έγινε ή πληρώνω τα οφειλόμενα
2. (συν. ως απρόσ.) λυσιτελεῖ μοι
είναι καλύτερα για μένα, μέ συμφέρει
3. (με κακή έννοια) συνωμοτώ
4. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ λυσιτελοῦν
ωφέλεια, κέρδος.