πολλαπλούς: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ούν / πολλαπλοῡς, -ῆ, -οῦν
|mltxt=-ή, -ούν / πολλαπλοῦς, -ῆ, -οῦν, ΝΜΑ, και [[πολλαπλός]], -ή, -ό, Ν, [[πολλαπλόος]], -όη, -όον, Α<br />αυτός που σύγκειται ή προκύπτει από [[πολλά]], [[πολυμερής]], [[πολυσύνθετος]] («πολλαπλά αντίγραφα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πολλαπλή ηχώ»<br /><b>(ακουστ.)</b> ηχώ που επαναλαμβάνει τον ίδιο ήχο διαδοχικά δύο ή περισσότερες φορές<br />β) «πολλαπλή [[μεταβίβαση]]»<br /><b>(επικοιν.)</b> η [[χρησιμοποίηση]] κοινής τηλεπικοινωνιακής οδού για την [[πραγματοποίηση]] πολλών ταυτοχρόνως επικοινωνιών<br />γ) «πολλαπλή [[καλλιέργεια]]» — η διαδοχική [[ανάπτυξη]] δύο ή περισσότερων καλλιεργειών, της μιας [[μετά]] την [[άλλη]], στον ίδιο αγρό [[μέσα]] σε ένα [[έτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) [[δόλιος]], αυτός που δεν [[είναι]] [[ευθύς]] και [[απλός]] («οὐκ ἔστι διπλοῦς ἀνὴρ παρ' ἡμῖν οὐδὲ πολλαπλοῦς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πολλαπλοῦν [[ὄνομα]]» — πολυσύνθετο όνομα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολλαπλώς]] / [[πολλαπλῶς]] ΝΜ<br />με πολλούς τρόπους, πολυτρόπως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[πολλά]]- του [[πολύς]] (<b>βλ. λ.</b> [[πολύς]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πλος]]].
, ΝΜΑ, και [[πολλαπλός]], -ή, -ό, Ν, [[πολλαπλόος]], -όη, -όον, Α<br />αυτός που σύγκειται ή προκύπτει από [[πολλά]], [[πολυμερής]], [[πολυσύνθετος]] («πολλαπλά αντίγραφα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πολλαπλή ηχώ»<br /><b>(ακουστ.)</b> ηχώ που επαναλαμβάνει τον ίδιο ήχο διαδοχικά δύο ή περισσότερες φορές<br />β) «πολλαπλή [[μεταβίβαση]]»<br /><b>(επικοιν.)</b> η [[χρησιμοποίηση]] κοινής τηλεπικοινωνιακής οδού για την [[πραγματοποίηση]] πολλών ταυτοχρόνως επικοινωνιών<br />γ) «πολλαπλή [[καλλιέργεια]]» — η διαδοχική [[ανάπτυξη]] δύο ή περισσότερων καλλιεργειών, της μιας [[μετά]] την [[άλλη]], στον ίδιο αγρό [[μέσα]] σε ένα [[έτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) [[δόλιος]], αυτός που δεν [[είναι]] [[ευθύς]] και [[απλός]] («οὐκ ἔστι διπλοῡς ἀνὴρ παρ' ἡμῑν οὐδὲ πολλαπλοῡς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πολλαπλοῦν
[[ὄνομα]]» — πολυσύνθετο όνομα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολλαπλώς]] / [[πολλαπλῶς]] ΝΜ<br />με πολλούς τρόπους, πολυτρόπως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[πολλά]]- του [[πολύς]] (<b>βλ. λ.</b> [[πολύς]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 20:15, 13 June 2022

Greek Monolingual

-ή, -ούν / πολλαπλοῦς, -ῆ, -οῦν, ΝΜΑ, και πολλαπλός, -ή, -ό, Ν, πολλαπλόος, -όη, -όον, Α
αυτός που σύγκειται ή προκύπτει από πολλά, πολυμερής, πολυσύνθετος («πολλαπλά αντίγραφα»)
νεοελλ.
φρ. α) «πολλαπλή ηχώ»
(ακουστ.) ηχώ που επαναλαμβάνει τον ίδιο ήχο διαδοχικά δύο ή περισσότερες φορές
β) «πολλαπλή μεταβίβαση»
(επικοιν.) η χρησιμοποίηση κοινής τηλεπικοινωνιακής οδού για την πραγματοποίηση πολλών ταυτοχρόνως επικοινωνιών
γ) «πολλαπλή καλλιέργεια» — η διαδοχική ανάπτυξη δύο ή περισσότερων καλλιεργειών, της μιας μετά την άλλη, στον ίδιο αγρό μέσα σε ένα έτος
αρχ.
1. (για ανθρώπους) δόλιος, αυτός που δεν είναι ευθύς και απλός («οὐκ ἔστι διπλοῦς ἀνὴρ παρ' ἡμῖν οὐδὲ πολλαπλοῦς», Πλάτ.)
2. φρ. «πολλαπλοῦν ὄνομα» — πολυσύνθετο όνομα.
επίρρ...
πολλαπλώς / πολλαπλῶς ΝΜ
με πολλούς τρόπους, πολυτρόπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλά- του πολύς (βλ. λ. πολύς) + -πλος].