μειώνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM μειῶ, -όω, Μ και [[μειώνω]]) [[μείων]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] μικρότερο, [[ελαττώνω]], [[λιγοστεύω]], [[μικραίνω]] (α. «θα μειωθεί η στρατιωτική [[θητεία]]» β. «τούτων ἐμείωσε τὸν ὁπλισμὸν οὐ μόνον τοῖς θώραξιν ἀλλὰ καὶ ταῖς περικνημῑσιν», Διον. Αλ.<br />γ. «ὁ μὲν μεὶς ἀπὸ τοῦ μειοῦσθαι εἴη ἂν [[μείης]] ὀρθῶς κεκλημένος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταπεινώνω]], [[εξευτελίζω]], [[υποβιβάζω]] κάποιον με τα [[λόγια]] ή με τις πράξεις μου (α. «αυτό που είπες μέ μειώνει στα μάτια τών συναδέλφων» β. «ὦ Ἀγησίλαε, μειοῦνμὲν ἄρα σύ γε τοὺς φίλους ἠπίστω», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[παριστάνω]] ένα [[γεγονός]] μικρότερο, [[υποβιβάζω]] με [[λόγια]] τη [[σημασία]] του<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>μειώνομαι</i>, <i>μειοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[υποδεέστερος]], [[κατώτερος]], [[χειρότερος]] (α. «έχει μειωμένη [[αντίληψη]]» β. «πάντες τὴν διάνοιαν μειοῦνται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετριάζω]]<br /><b>2.</b> [[βραχύνω]] [[συλλαβή]].
|mltxt=(ΑM μειῶ, -όω, Μ και [[μειώνω]]) [[μείων]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] μικρότερο, [[ελαττώνω]], [[λιγοστεύω]], [[μικραίνω]] (α. «θα μειωθεί η στρατιωτική [[θητεία]]» β. «τούτων ἐμείωσε τὸν ὁπλισμὸν οὐ μόνον τοῖς θώραξιν ἀλλὰ καὶ ταῖς περικνημῖσιν», Διον. Αλ.<br />γ. «ὁ μὲν μεὶς ἀπὸ τοῦ μειοῦσθαι εἴη ἂν [[μείης]] ὀρθῶς κεκλημένος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταπεινώνω]], [[εξευτελίζω]], [[υποβιβάζω]] κάποιον με τα [[λόγια]] ή με τις πράξεις μου (α. «αυτό που είπες μέ μειώνει στα μάτια τών συναδέλφων» β. «ὦ Ἀγησίλαε, μειοῦν μὲν ἄρα σύ γε τοὺς φίλους ἠπίστω», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[παριστάνω]] ένα [[γεγονός]] μικρότερο, [[υποβιβάζω]] με [[λόγια]] τη [[σημασία]] του<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>μειώνομαι</i>, <i>μειοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[υποδεέστερος]], [[κατώτερος]], [[χειρότερος]] (α. «έχει μειωμένη [[αντίληψη]]» β. «πάντες τὴν διάνοιαν μειοῦνται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετριάζω]]<br /><b>2.</b> [[βραχύνω]] [[συλλαβή]].
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Greek Monolingual

(ΑM μειῶ, -όω, Μ και μειώνω) μείων
1. κάνω κάτι μικρότερο, ελαττώνω, λιγοστεύω, μικραίνω (α. «θα μειωθεί η στρατιωτική θητεία» β. «τούτων ἐμείωσε τὸν ὁπλισμὸν οὐ μόνον τοῖς θώραξιν ἀλλὰ καὶ ταῖς περικνημῖσιν», Διον. Αλ.
γ. «ὁ μὲν μεὶς ἀπὸ τοῦ μειοῦσθαι εἴη ἂν μείης ὀρθῶς κεκλημένος», Πλάτ.)
2. ταπεινώνω, εξευτελίζω, υποβιβάζω κάποιον με τα λόγια ή με τις πράξεις μου (α. «αυτό που είπες μέ μειώνει στα μάτια τών συναδέλφων» β. «ὦ Ἀγησίλαε, μειοῦν μὲν ἄρα σύ γε τοὺς φίλους ἠπίστω», Ξεν.)
3. παριστάνω ένα γεγονός μικρότερο, υποβιβάζω με λόγια τη σημασία του
4. παθ. μειώνομαι, μειοῦμαι, -όομαι
είμαι ή γίνομαι υποδεέστερος, κατώτερος, χειρότερος (α. «έχει μειωμένη αντίληψη» β. «πάντες τὴν διάνοιαν μειοῦνται», Ξεν.)
αρχ.
1. μετριάζω
2. βραχύνω συλλαβή.