γενητός: Difference between revisions
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=genitos | |Transliteration C=genitos | ||
|Beta Code=genhto/s | |Beta Code=genhto/s | ||
|Definition=ή, όν | |Definition=γενητή, γενητόν, ([[γενέσθαι]]) [[originated]] or [[originable]], Arist.''Cael.''280b15 sqq., [[varia lectio|v.l.]] in Pl.''Ti.''28b, 28c, cf.Ph.1.3,al. (Freq. confused with [[γεννητός]] in codd.) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. [[γενατός]] Philol.B 21, frec. var. γενν-<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[generado]], [[creado]], [[originado]] παράδειγμα Pl.<i>Ti</i>.28b (var.), ὁ κόσμος Ph.1.3, Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.5, cf. Ocell.5, 8, 37, Numen.3.5, Athenag.<i>Leg</i>.19.1, Plot.2.4.5, Porph.<i>Sent</i>.14, Procl.<i>Inst</i>.45, Olymp.<i>in Alc</i>.118.16, [[φύσις]] Gr.Naz.M.35.413A, θεοί de los dioses paganos, Hippol.<i>Haer</i>.1.19.8, de la naturaleza humana de Cristo, Ath.Al.M.26.164A, del ‘[[Hijo]]’ para los arrianos, Ath.Al.M.26.353C<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ γενητόν]] el [[ser generado o creado]] op. al [[principio]] [[divino]] y ambos constituyentes del [[κόσμος]] Philol.l.c., [[τὰ γενητά]] = [[seres creados]]</i>, [[criatura]]s</i> op. los dioses, Plu.2.880c, op. la esencia divina, Eus.<i>DE</i> 5.1.<br /><b class="num">2</b> [[susceptible de ser creado]], [[circunstancial]] (τὸ πᾶν) γενητὸν ἀγένητον Heraclit.B 50, ἀρχαὶ καὶ αἴτια γενητά op. [[φθαρτός|φθαρτά]] Arist.<i>Metaph</i>.1027<sup>a</sup>29, [[κίνησις]] Alex.Aphr.<i>in Metaph</i>.686.1<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ γενητόν]] Arist.<i>Cael</i>.280<sup>b</sup>15, Dam.<i>Pr</i>.93.<br /><b class="num">II</b> adv. [[γενητῶς]] = [[a modo de cosa creada]] Iust.Phil.<i>Qu.et Resp</i>.M.6.1380C. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0482.png Seite 482]] geworden, entstanden, Plat. Tim. 28 b; dem [[ἀΐδιος]] entgegengesetzt Arist. coel. 1, 10. Vgl. [[γεννητός]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0482.png Seite 482]] [[geworden]], [[entstanden]], Plat. Tim. 28 b; dem [[ἀΐδιος]] [[entgegengesetzt]] Arist. coel. 1, 10. Vgl. [[γεννητός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γενητός:''' [[рожденный]], [[возникший]], [[сотворенный]] (Plat. - [[varia lectio|v.l.]] [[γεννητός]]; γ. καὶ [[φθαρτός]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γενητός''': -ή, -όν, (γενέσθαι), λαβὼν [[ἀρχήν]], ἀντίθ. τῷ ἀίδιος, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 11, πιθ. γραφὴ ἐν Πλάτ. Τιμ. 28Β, 29C· πρβλ. [[γεννητός]]. | |lstext='''γενητός''': -ή, -όν, (γενέσθαι), λαβὼν [[ἀρχήν]], ἀντίθ. τῷ ἀίδιος, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 11, πιθ. γραφὴ ἐν Πλάτ. Τιμ. 28Β, 29C· πρβλ. [[γεννητός]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γενητός]], -ή, -όν (AM)<br />αυτός που έχει δημιουργηθεί από άλλον ή πού [[είναι]] δυνατόν να δημιουργεί («[[λόγος]] ὤν [[δημιουργός]], [[ὕστερον]] πεποίηται [[ἀρχιερεύς]], ἐνδυσάμενος [[σῶμα]] τὸ γενητὸν καὶ ποιητόν», Μ. Αθαν. για την [[ενσάρκωση]] του Χριστού<br />«δύο κυρίοις λατρεύειν ἑνὶ μὲν ἀγενήτῳ τῷ δὲ ἑτέρῳ γενητῷ καὶ κτίσματι», Μ. Αθαν. για την [[αίρεση]] του Αρείου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (ινδοευρ. [[ρίζα]]) <i>gen</i>(<i>∂</i><sub>1</sub>)- του [[γίγνομαι]] (<b>βλ.</b> και [[γένημα]])]. | |mltxt=[[γενητός]], -ή, -όν (AM)<br />αυτός που έχει δημιουργηθεί από άλλον ή πού [[είναι]] δυνατόν να δημιουργεί («[[λόγος]] ὤν [[δημιουργός]], [[ὕστερον]] πεποίηται [[ἀρχιερεύς]], ἐνδυσάμενος [[σῶμα]] τὸ γενητὸν καὶ ποιητόν», Μ. Αθαν. για την [[ενσάρκωση]] του Χριστού<br />«δύο κυρίοις λατρεύειν ἑνὶ μὲν ἀγενήτῳ τῷ δὲ ἑτέρῳ γενητῷ καὶ κτίσματι», Μ. Αθαν. για την [[αίρεση]] του Αρείου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (ινδοευρ. [[ρίζα]]) <i>gen</i>(<i>∂</i><sub>1</sub>)- του [[γίγνομαι]] (<b>βλ.</b> και [[γένημα]])]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elmes | ||
| | |esmgtx=-όν [[nacido]], [[originado]] de la divinidad ὅπως ποιήσῃς πάντα τὰ τῆς εὐχῆς μου, θεῶν γενητέ <b class="b3">para que realices todo lo que encierra mi súplica, tú, nacido de dioses</b> P III 590 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
γενητή, γενητόν, (γενέσθαι) originated or originable, Arist.Cael.280b15 sqq., v.l. in Pl.Ti.28b, 28c, cf.Ph.1.3,al. (Freq. confused with γεννητός in codd.)
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): dór. γενατός Philol.B 21, frec. var. γενν-
I 1generado, creado, originado παράδειγμα Pl.Ti.28b (var.), ὁ κόσμος Ph.1.3, Ach.Tat.Intr.Arat.5, cf. Ocell.5, 8, 37, Numen.3.5, Athenag.Leg.19.1, Plot.2.4.5, Porph.Sent.14, Procl.Inst.45, Olymp.in Alc.118.16, φύσις Gr.Naz.M.35.413A, θεοί de los dioses paganos, Hippol.Haer.1.19.8, de la naturaleza humana de Cristo, Ath.Al.M.26.164A, del ‘Hijo’ para los arrianos, Ath.Al.M.26.353C
•subst. τὸ γενητόν el ser generado o creado op. al principio divino y ambos constituyentes del κόσμος Philol.l.c., τὰ γενητά = seres creados, criaturas op. los dioses, Plu.2.880c, op. la esencia divina, Eus.DE 5.1.
2 susceptible de ser creado, circunstancial (τὸ πᾶν) γενητὸν ἀγένητον Heraclit.B 50, ἀρχαὶ καὶ αἴτια γενητά op. φθαρτά Arist.Metaph.1027a29, κίνησις Alex.Aphr.in Metaph.686.1
•subst. τὸ γενητόν Arist.Cael.280b15, Dam.Pr.93.
II adv. γενητῶς = a modo de cosa creada Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1380C.
German (Pape)
[Seite 482] geworden, entstanden, Plat. Tim. 28 b; dem ἀΐδιος entgegengesetzt Arist. coel. 1, 10. Vgl. γεννητός.
Russian (Dvoretsky)
γενητός: рожденный, возникший, сотворенный (Plat. - v.l. γεννητός; γ. καὶ φθαρτός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
γενητός: -ή, -όν, (γενέσθαι), λαβὼν ἀρχήν, ἀντίθ. τῷ ἀίδιος, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 11, πιθ. γραφὴ ἐν Πλάτ. Τιμ. 28Β, 29C· πρβλ. γεννητός.
Greek Monolingual
γενητός, -ή, -όν (AM)
αυτός που έχει δημιουργηθεί από άλλον ή πού είναι δυνατόν να δημιουργεί («λόγος ὤν δημιουργός, ὕστερον πεποίηται ἀρχιερεύς, ἐνδυσάμενος σῶμα τὸ γενητὸν καὶ ποιητόν», Μ. Αθαν. για την ενσάρκωση του Χριστού
«δύο κυρίοις λατρεύειν ἑνὶ μὲν ἀγενήτῳ τῷ δὲ ἑτέρῳ γενητῷ καὶ κτίσματι», Μ. Αθαν. για την αίρεση του Αρείου).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ινδοευρ. ρίζα) gen(∂1)- του γίγνομαι (βλ. και γένημα)].
Léxico de magia
-όν nacido, originado de la divinidad ὅπως ποιήσῃς πάντα τὰ τῆς εὐχῆς μου, θεῶν γενητέ para que realices todo lo que encierra mi súplica, tú, nacido de dioses P III 590