δουκηνάριος: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=doukinarios | |Transliteration C=doukinarios | ||
|Beta Code=doukhna/rios | |Beta Code=doukhna/rios | ||
|Definition=ὁ, = Lat. < | |Definition=ὁ, = Lat.<br><span class="bld">A</span> [[ducenarius]], [[official receiving salary of]] 200,000 [[sesterces]], IG14.1347, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1711.4 (iii A. D.), etc.<br><span class="bld">II</span> fem. [[δουκηναρία]], ἡ, [[assessment]] of 200,000 [[sesterces]], ib.1274.14 (iii A. D.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br />[[ducenario]] ἀνὴρ ἀπὸ ἐπιτροπῆς δουκηναρίας ex-procurador ducenario</i>, <i>IEphesos</i> 894 (II d.C.). < [[δουκηνάριος]] [[δουκιανός]] > [[δουκηνάριος]], -ου, ὁ<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. δουκι- <i>IPrusias</i> 131.4 (crist.), Ath.Al.<i>Apol.Sec</i>.76.1, <i>IG</i> 10(2).2.152 (V/VI d.C.), δωκεν- <i>SEG</i> 7.1097 (Arabia, imper.)<br />lat. [[ducenarius]], [[ducenario]] en el principado oficial ecuestre con un salario de doscientos mil sestercios, después designa a un procurador de alto rango en los estamentos militar y civil ἀπὸ δουκηναρίων ex-ducenario</i>, <i>IEphesos</i> 629.8 (II/III d.C.), τὸν κράτιστον μετὰ πάσας ἱππικὰς στρατείας δουκηνάριον <i>IEphesos</i> 3055.3 (II/III d.C.), cf. <i>SEG</i> 44.1210.7 (Patara I/II d.C.), <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.447.4 (Tasos II d.C.), <i>POxy</i>.1711.5 (III d.C.), <i>MAMA</i> 4.59 (Frigia III/IV d.C.), <i>IUrb.Rom</i>.306 (IV d.C.), Malch.<i>Ep</i>. en Eus.<i>HE</i> 7.30.8, Lyd.<i>Mag</i>.3.7, τὸν πολλάκις δουκηνάριον <i>IEphesos</i> 616.5 (III d.C.), τὸν διασημότατον δουκ(ηνάριον) <i>TAM</i> 3.88.1 (Termeso, imper.), δ. τοῦ Σεβαστοῦ Πόντου καὶ Βειθυνίας <i>IGR</i> 4.1057.18, cf. 14 (Cos III d.C.), δ. ἐπὶ συμβουλίου τοῦ Σεβ(αστοῦ) <i>OGI</i> 549.8 (Ancira III d.C.), δ. φαβρικήσιος <i>SEG</i> 26.1320 (Sardes, biz.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δουκηνάριος''': -α, -ον, τὸ Λατ. ducenarius, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 30, 8. | |lstext='''δουκηνάριος''': -α, -ον, τὸ Λατ. ducenarius, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 30, 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δουκηνάριος]] και δουκενάριος, ο (AM)<br />[[τίτλος]] αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού που έπαιρνε [[μισθό]] διακόσιες χιλιάδες σεστέρτιους<br /><b>μσν.</b><br />[[επίτροπος]] του Βυζαντινού βασιλιά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ.</b> <i>η δουκηναρία</i><br />[[εκτίμηση]], [[απογραφή]] πράγματος ή πραγμάτων αξίας διακοσίων χιλιάδων σεστερτίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>ducenarius</i>]. | |mltxt=[[δουκηνάριος]] και δουκενάριος, ο (AM)<br />[[τίτλος]] αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού που έπαιρνε [[μισθό]] διακόσιες χιλιάδες σεστέρτιους<br /><b>μσν.</b><br />[[επίτροπος]] του Βυζαντινού βασιλιά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ.</b> <i>η δουκηναρία</i><br />[[εκτίμηση]], [[απογραφή]] πράγματος ή πραγμάτων αξίας διακοσίων χιλιάδων σεστερτίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>ducenarius</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, = Lat.
A ducenarius, official receiving salary of 200,000 sesterces, IG14.1347, POxy.1711.4 (iii A. D.), etc.
II fem. δουκηναρία, ἡ, assessment of 200,000 sesterces, ib.1274.14 (iii A. D.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
ducenario ἀνὴρ ἀπὸ ἐπιτροπῆς δουκηναρίας ex-procurador ducenario, IEphesos 894 (II d.C.). < δουκηνάριος δουκιανός > δουκηνάριος, -ου, ὁ
• Grafía: graf. δουκι- IPrusias 131.4 (crist.), Ath.Al.Apol.Sec.76.1, IG 10(2).2.152 (V/VI d.C.), δωκεν- SEG 7.1097 (Arabia, imper.)
lat. ducenarius, ducenario en el principado oficial ecuestre con un salario de doscientos mil sestercios, después designa a un procurador de alto rango en los estamentos militar y civil ἀπὸ δουκηναρίων ex-ducenario, IEphesos 629.8 (II/III d.C.), τὸν κράτιστον μετὰ πάσας ἱππικὰς στρατείας δουκηνάριον IEphesos 3055.3 (II/III d.C.), cf. SEG 44.1210.7 (Patara I/II d.C.), IG 12.Suppl.447.4 (Tasos II d.C.), POxy.1711.5 (III d.C.), MAMA 4.59 (Frigia III/IV d.C.), IUrb.Rom.306 (IV d.C.), Malch.Ep. en Eus.HE 7.30.8, Lyd.Mag.3.7, τὸν πολλάκις δουκηνάριον IEphesos 616.5 (III d.C.), τὸν διασημότατον δουκ(ηνάριον) TAM 3.88.1 (Termeso, imper.), δ. τοῦ Σεβαστοῦ Πόντου καὶ Βειθυνίας IGR 4.1057.18, cf. 14 (Cos III d.C.), δ. ἐπὶ συμβουλίου τοῦ Σεβ(αστοῦ) OGI 549.8 (Ancira III d.C.), δ. φαβρικήσιος SEG 26.1320 (Sardes, biz.).
Greek (Liddell-Scott)
δουκηνάριος: -α, -ον, τὸ Λατ. ducenarius, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 30, 8.
Greek Monolingual
δουκηνάριος και δουκενάριος, ο (AM)
τίτλος αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού που έπαιρνε μισθό διακόσιες χιλιάδες σεστέρτιους
μσν.
επίτροπος του Βυζαντινού βασιλιά
αρχ.
το θηλ. η δουκηναρία
εκτίμηση, απογραφή πράγματος ή πραγμάτων αξίας διακοσίων χιλιάδων σεστερτίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ducenarius].