ερέτης: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐρέτης]])<br />[[κωπηλάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον πληθ. μετωνυμικώς) <i>oἱ ἐρέται</i><br />τα [[κουπιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> <b>φρ.</b> «κυλίκων ἐρέται» — για οινοπότες ή μέθυσους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ερέτης]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>er∂</i>- «[[κωπηλατώ]], [[κωπηλάτης]]» και [[πιθανώς]] προήλθε από ένα πρωταρχικό δισύλλαβο [[ρήμα]] που αντικαταστάθηκε από το [[ερέσσω]], ενώ διατηρήθηκε στα λιθ. <i>iriu</i>, <i>irti</i>, στο αρχ. ιρλ. <i>imb</i>-<i>r</i><i>ā</i> και με θ. <i>r</i><i>ō</i>- στο αρχ. ισλ. <i>r</i><i>ō</i><i>a</i>. Προς το αρχ. ινδ. <i>ari</i>-<i>tar</i> αντιστοιχεί τ. <i>ερετήρ</i>, από τον οποίο προήλθε το [[τοπωνύμιο]] <i>Ερέτρια</i> «η [[κωπηλάτις]]». Ο τ. [[ερέτης]] απαντά ως β’ συνθετικό στις λέξεις <i>υπ</i>-<i>ηρέτης</i> —όπου το -<i>η</i>- [[είναι]] [[προϊόν]] «εκτάσεως εν συνθέσει»— και [[αυτερέτης]], ενώ η [[ρίζα]] του τ. εμφανίζεται ως β’ συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>ορος</i> ή -<i>ερος</i> και -<i>ηρης</i> (το τελευταίο [[είναι]] [[επίσης]] [[προϊόν]] της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει») σε [[πολλά]] [[σύνθετα]] που δηλώνουν είδη πλοίων τα οποία διακρίνονται ως [[προς]] τον αριθμό τών κωπηλατών ή τών κουπιών τους ([[πρβλ]]. <i>εικόσ</i>-<i>ορος</i>, <i>πεντηκόντ</i>-<i>ορος</i>, <i>τριακόντ</i>-<i>ερος</i>, <i>αλι</i>-[[ήρης]], <i>τρι</i>-[[ήρης]], <i>τετρ</i>-[[ήρης]]). Τέλος, από τον τ. [[ερέτης]] προέρχεται το μετονοματικό ρ. [[ερέσσω]] που απαντά στον Όμηρο και στους ποιητές, ενώ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται [[αντί]] γι’ αυτό το ρ. [[ελαύνω]]].
|mltxt=ο (AM [[ἐρέτης]])<br />[[κωπηλάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον πληθ. μετωνυμικώς) <i>oἱ ἐρέται</i><br />τα [[κουπιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> <b>φρ.</b> «κυλίκων ἐρέται» — για οινοπότες ή μέθυσους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ερέτης]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>er∂</i>- «[[κωπηλατώ]], [[κωπηλάτης]]» και [[πιθανώς]] προήλθε από ένα πρωταρχικό δισύλλαβο [[ρήμα]] που αντικαταστάθηκε από το [[ερέσσω]], ενώ διατηρήθηκε στα λιθ. <i>iriu</i>, <i>irti</i>, στο αρχ. ιρλ. <i>imb</i>-<i>r</i><i>ā</i> και με θ. <i>r</i><i>ō</i>- στο αρχ. ισλ. <i>r</i><i>ō</i><i>a</i>. Προς το αρχ. ινδ. <i>ari</i>-<i>tar</i> αντιστοιχεί τ. <i>ερετήρ</i>, από τον οποίο προήλθε το [[τοπωνύμιο]] <i>Ερέτρια</i> «η [[κωπηλάτις]]». Ο τ. [[ερέτης]] απαντά ως β’ συνθετικό στις λέξεις <i>υπ</i>-<i>ηρέτης</i> —όπου το -<i>η</i>- [[είναι]] [[προϊόν]] «εκτάσεως εν συνθέσει»— και [[αυτερέτης]], ενώ η [[ρίζα]] του τ. εμφανίζεται ως β’ συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>ορος</i> ή -<i>ερος</i> και -<i>ηρης</i> (το τελευταίο [[είναι]] [[επίσης]] [[προϊόν]] της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει») σε [[πολλά]] [[σύνθετα]] που δηλώνουν είδη πλοίων τα οποία διακρίνονται ως [[προς]] τον αριθμό τών κωπηλατών ή τών κουπιών τους ([[πρβλ]]. [[εικόσορος]], [[πεντηκόντορος]], [[τριακόντερος]], <i>αλι</i>-[[ήρης]], <i>τρι</i>-[[ήρης]], <i>τετρ</i>-[[ήρης]]). Τέλος, από τον τ. [[ερέτης]] προέρχεται το μετονοματικό ρ. [[ερέσσω]] που απαντά στον Όμηρο και στους ποιητές, ενώ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται [[αντί]] γι’ αυτό το ρ. [[ελαύνω]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (AM ἐρέτης)
κωπηλάτης
αρχ.
1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται
τα κουπιά
2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» — για οινοπότες ή μέθυσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα er∂- «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό δισύλλαβο ρήμα που αντικαταστάθηκε από το ερέσσω, ενώ διατηρήθηκε στα λιθ. iriu, irti, στο αρχ. ιρλ. imb-rā και με θ. rō- στο αρχ. ισλ. rōa. Προς το αρχ. ινδ. ari-tar αντιστοιχεί τ. ερετήρ, από τον οποίο προήλθε το τοπωνύμιο Ερέτρια «η κωπηλάτις». Ο τ. ερέτης απαντά ως β’ συνθετικό στις λέξεις υπ-ηρέτης —όπου το -η- είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»— και αυτερέτης, ενώ η ρίζα του τ. εμφανίζεται ως β’ συνθετικό με τη μορφή -ορος ή -ερος και -ηρης (το τελευταίο είναι επίσης προϊόν της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει») σε πολλά σύνθετα που δηλώνουν είδη πλοίων τα οποία διακρίνονται ως προς τον αριθμό τών κωπηλατών ή τών κουπιών τους (πρβλ. εικόσορος, πεντηκόντορος, τριακόντερος, αλι-ήρης, τρι-ήρης, τετρ-ήρης). Τέλος, από τον τ. ερέτης προέρχεται το μετονοματικό ρ. ερέσσω που απαντά στον Όμηρο και στους ποιητές, ενώ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται αντί γι’ αυτό το ρ. ελαύνω].