κακόχολος: Difference between revisions
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που θυμώνει εύκολα, [[ευέξαπτος]], [[οργίλος]], [[αψίθυμος]], [[αράθυμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιμένει στην [[οργή]] και την εχθρότητά του, [[μνησίκακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χολή]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που θυμώνει εύκολα, [[ευέξαπτος]], [[οργίλος]], [[αψίθυμος]], [[αράθυμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιμένει στην [[οργή]] και την εχθρότητά του, [[μνησίκακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χολή]]), [[πρβλ]]. [[πικρόχολος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:36, 8 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που θυμώνει εύκολα, ευέξαπτος, οργίλος, αψίθυμος, αράθυμος
2. αυτός που επιμένει στην οργή και την εχθρότητά του, μνησίκακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -χολος (< χολή), πρβλ. πικρόχολος].