κομπορρήμων: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, αρσ. και -ονας (Μ [[κομπορρήμων]], -ον)<br />αυτός που μιλά κομπαστικά, [[καυχηματίας]], [[αλαζόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμπος]] (Ι) «[[κομπασμός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ρῆμα</i>), [[πρβλ]]. <i>ευθυ</i>-<i>ρρήμων</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>ρρήμων</i>].
|mltxt=-ον, αρσ. και -ονας (Μ [[κομπορρήμων]], -ον)<br />αυτός που μιλά κομπαστικά, [[καυχηματίας]], [[αλαζόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμπος]] (Ι) «[[κομπασμός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ρῆμα</i>), [[πρβλ]]. [[ευθυρρήμων]], [[μεγαλορρήμων]]].
}}
{{pape
|ptext=ονος, <i>prahlerische [[Reden]] [[führend]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 17:05, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

κομπορρήμων: -ον, ὁ ὁμιλῶν μετὰ κόμπου· Ἐπίρρ. -ρημόνως· ― οὐσιαστ. κομπορρημοσύνη, ἡ, ἡ μετὰ κόμπου ὁμιλία, Θ. Λάσκ. Χειρόγρ. cod. Reg. 1193, fol. 73A.

Greek Monolingual

-ον, αρσ. και -ονας (Μ κομπορρήμων, -ον)
αυτός που μιλά κομπαστικά, καυχηματίας, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + -ρρήμων (< ρῆμα), πρβλ. ευθυρρήμων, μεγαλορρήμων].

German (Pape)

ονος, prahlerische Reden führend, Sp.