κοντάρι: Difference between revisions
From LSJ
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑM [[κοντάριον]], Μ και κοντάριν)<br />επίμηκες σκληρό [[ξύλο]] σαν [[δόρυ]], με [[αιχμή]] στη μία του [[άκρη]], που χρησιμοποιούνταν ως επιθετικό όπλο («στη [[σέλλα]] σάζουν το [[κορμί]], στη [[χέρα]] το [[κοντάρι]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καμάκι]] αλιευτικό<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[επιμήκης]] [[ράβδος]] [[πάνω]] στην οποία προσδένεται [[κάτι]] («το [[κοντάρι]] της σημαίας»)<br /><b>3.</b> [[μακριά]] [[ράβδος]] για τοπογραφικές μετρήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοντός]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=το (ΑM [[κοντάριον]], Μ και κοντάριν)<br />επίμηκες σκληρό [[ξύλο]] σαν [[δόρυ]], με [[αιχμή]] στη μία του [[άκρη]], που χρησιμοποιούνταν ως επιθετικό όπλο («στη [[σέλλα]] σάζουν το [[κορμί]], στη [[χέρα]] το [[κοντάρι]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καμάκι]] αλιευτικό<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[επιμήκης]] [[ράβδος]] [[πάνω]] στην οποία προσδένεται [[κάτι]] («το [[κοντάρι]] της σημαίας»)<br /><b>3.</b> [[μακριά]] [[ράβδος]] για τοπογραφικές μετρήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοντός]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. [[παιδάριον]], [[οψάριον]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (ΑM κοντάριον, Μ και κοντάριν)
επίμηκες σκληρό ξύλο σαν δόρυ, με αιχμή στη μία του άκρη, που χρησιμοποιούνταν ως επιθετικό όπλο («στη σέλλα σάζουν το κορμί, στη χέρα το κοντάρι», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. καμάκι αλιευτικό
2. κάθε επιμήκης ράβδος πάνω στην οποία προσδένεται κάτι («το κοντάρι της σημαίας»)
3. μακριά ράβδος για τοπογραφικές μετρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδάριον, οψάριον)].