κυπρίνος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM κυπρῑνος)<br />[[γένος]] κυπρινόμορφων τελεόστεων ιχθύων, που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] cyprinidae και [[είναι]] μεγάλα εδώδιμα ψάρια τών γλυκών νερών, με κοινές [[σήμερα]] ονομασίες [[σαζάνι]] ή [[γριβάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύπρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῖνος</i> ([[πρβλ]]. <i>ερυθρ</i>-<i>ίνος</i>)<br />ο [[σχηματισμός]] της λ. από τον τ. [[κύπρος]], [[είδος]] φυτού, οφείλεται στην [[ομοιότητα]] του χρώματος του ψαριού με το [[χρώμα]] του φυτού].
|mltxt=ο (AM κυπρῖνος)<br />[[γένος]] κυπρινόμορφων τελεόστεων ιχθύων, που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] cyprinidae και [[είναι]] μεγάλα εδώδιμα ψάρια τών γλυκών νερών, με κοινές [[σήμερα]] ονομασίες [[σαζάνι]] ή [[γριβάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύπρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῖνος</i> ([[πρβλ]]. [[ερυθρίνος]])<br />ο [[σχηματισμός]] της λ. από τον τ. [[κύπρος]], [[είδος]] φυτού, οφείλεται στην [[ομοιότητα]] του χρώματος του ψαριού με το [[χρώμα]] του φυτού].
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

ο (AM κυπρῖνος)
γένος κυπρινόμορφων τελεόστεων ιχθύων, που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια cyprinidae και είναι μεγάλα εδώδιμα ψάρια τών γλυκών νερών, με κοινές σήμερα ονομασίες σαζάνι ή γριβάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύπρος + -ῖνος (πρβλ. ερυθρίνος)
ο σχηματισμός της λ. από τον τ. κύπρος, είδος φυτού, οφείλεται στην ομοιότητα του χρώματος του ψαριού με το χρώμα του φυτού].