ωμηστής: Difference between revisions
From LSJ
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὠμηστάς Α<br /><b>1.</b> αυτός που τρώγει ωμό [[κρέας]] («ὑπ' ὠμηστῶν κυνῶν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[σκληρός]], [[απάνθρωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Διονύσου και του Πανός) αυτός [[προς]] τιμήν του οποίου γίνονται ανθρωποθυσίες («ὠμηστὴς [[Διόνυσος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> χρησιμοποιείται [[αντί]] της λ. [[λέων]] («ὠμηστὰν δ' ἔτραπε φυζαλέον φθόγγον ὑποδείσαντα πελώριον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ησ</i>-<i>της</i>, [[αντί]] <i>ὠμοεδ</i>-<i>της</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔδω</i> «[[τρώω]]», με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως και συριστικοποίηση του οδοντικού -<i>δ</i>- [[πριν]] από -<i>τ</i>-), [[πρβλ]]. | |mltxt=ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὠμηστάς Α<br /><b>1.</b> αυτός που τρώγει ωμό [[κρέας]] («ὑπ' ὠμηστῶν κυνῶν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[σκληρός]], [[απάνθρωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Διονύσου και του Πανός) αυτός [[προς]] τιμήν του οποίου γίνονται ανθρωποθυσίες («ὠμηστὴς [[Διόνυσος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> χρησιμοποιείται [[αντί]] της λ. [[λέων]] («ὠμηστὰν δ' ἔτραπε φυζαλέον φθόγγον ὑποδείσαντα πελώριον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ησ</i>-<i>της</i>, [[αντί]] <i>ὠμοεδ</i>-<i>της</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔδω</i> «[[τρώω]]», με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως και συριστικοποίηση του οδοντικού -<i>δ</i>- [[πριν]] από -<i>τ</i>-), [[πρβλ]]. [[ἀλφηστής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:55, 8 May 2023
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὠμηστάς Α
1. αυτός που τρώγει ωμό κρέας («ὑπ' ὠμηστῶν κυνῶν», Σοφ.)
2. μτφ. (για πρόσ.) σκληρός, απάνθρωπος
αρχ.
1. (ως προσωνυμία του Διονύσου και του Πανός) αυτός προς τιμήν του οποίου γίνονται ανθρωποθυσίες («ὠμηστὴς Διόνυσος», Ανθ. Παλ.)
2. χρησιμοποιείται αντί της λ. λέων («ὠμηστὰν δ' ἔτραπε φυζαλέον φθόγγον ὑποδείσαντα πελώριον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -ησ-της, αντί ὠμοεδ-της (< ἔδω «τρώω», με έκταση λόγω συνθέσεως και συριστικοποίηση του οδοντικού -δ- πριν από -τ-), πρβλ. ἀλφηστής].