κακόχρους: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κακόχρους -ουν, zonder contr. κακόχροος -οον [κακός, χρώς] met ongezonde kleur.
|elnltext=κακόχρους -ουν, zonder contr. κακόχροος -οον &#91;[[κακός]], [[χρώς]]] [[met ongezonde kleur]].
}}
{{pape
|ptext=zusammengezogen aus [[κακόχροος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:57, 29 November 2022

English (LSJ)

-ουν, contr. for κακόχροος.

Greek Monolingual

κακόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
1. αυτός που έχει κακή χροιά, άσχημο χρώμα («κακόχροοι ὀφθαλμοί», Γαλ.)
2. αυτός που έχει κακό χρωματισμό, κακή απόχρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρόχρους, ηδύχρους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόχρους -ουν, zonder contr. κακόχροος -οον [κακός, χρώς] met ongezonde kleur.

German (Pape)

zusammengezogen aus κακόχροος.