κλαστός: Difference between revisions

From LSJ

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klastos
|Transliteration C=klastos
|Beta Code=klasto/s
|Beta Code=klasto/s
|Definition=ή, όν, ([[κλάω]]¹) [[broken in pieces]], ''AP'' 6.71 (Paul. Sil.). perhaps = [[κλαστόθριξ]] ([[curly-haired]]), PPetr. 1 p. 54 (iii BC), PCair. Zen. 374.6 (iii BC), ''Arch.Pap.'' 1.65 (ii BC), etc.
|Definition=κλαστή, κλαστόν, ([[κλάω]]¹) [[broken in pieces]], ''AP'' 6.71 (Paul. Sil.). perhaps = [[κλαστόθριξ]] ([[curly-haired]]), PPetr. 1 p. 54 (iii BC), PCair. Zen. 374.6 (iii BC), ''Arch.Pap.'' 1.65 (ii BC), etc.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[brisé]].<br />'''Étymologie:''' [[κλάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κλαστός:''' [[разбитый]] (κύπελλα Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλαστός''': -ή, -όν, ([[κλάω]]) τεθραυσμένος, κοινῶς «τσακισμένος», Ἀνθ. Π. 6. 71· ― παρ’ Ἐκκλ., κλαστόν, τό, ὁ ἄρτος ὁ κατὰ τὴν θείαν εὐχαριστίαν κλώμενος.
|lstext='''κλαστός''': -ή, -όν, ([[κλάω]]) τεθραυσμένος, κοινῶς «τσακισμένος», Ἀνθ. Π. 6. 71· ― παρ’ Ἐκκλ., κλαστόν, τό, ὁ ἄρτος ὁ κατὰ τὴν θείαν εὐχαριστίαν κλώμενος.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />brisé.<br />'''Étymologie:''' [[κλάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλαστός:''' -ή, -όν ([[κλαίω]]), [[σπασμένος]] σε κομμάτια, σε Ανθ.
|lsmtext='''κλαστός:''' -ή, -όν ([[κλαίω]]), [[σπασμένος]] σε κομμάτια, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κλαστός:''' разбитый (κύπελλα Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κλαστός]], ή, όν [[κλάω]]<br />[[broken]] in pieces, Anth.
|mdlsjtxt=[[κλαστός]], ή, όν [[κλάω]]<br />[[broken]] in pieces, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαστός Medium diacritics: κλαστός Low diacritics: κλαστός Capitals: ΚΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: klastós Transliteration B: klastos Transliteration C: klastos Beta Code: klasto/s

English (LSJ)

κλαστή, κλαστόν, (κλάω¹) broken in pieces, AP 6.71 (Paul. Sil.). perhaps = κλαστόθριξ (curly-haired), PPetr. 1 p. 54 (iii BC), PCair. Zen. 374.6 (iii BC), Arch.Pap. 1.65 (ii BC), etc.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
brisé.
Étymologie: κλάω.

Russian (Dvoretsky)

κλαστός: разбитый (κύπελλα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κλαστός: -ή, -όν, (κλάω) τεθραυσμένος, κοινῶς «τσακισμένος», Ἀνθ. Π. 6. 71· ― παρ’ Ἐκκλ., κλαστόν, τό, ὁ ἄρτος ὁ κατὰ τὴν θείαν εὐχαριστίαν κλώμενος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κλαστός, -ή, -όν) κλω
σπασμένος σε κομμάτια, τσακισμένος
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί να σπάσει κάποιος
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το κλαστό(ν)
άρτος τεμαχισμένος και αγιασμένος που προσφέρεται στους πιστούς κατά τη θεία λειτουργία
αρχ.
πιθ. κλαστόθριξ.

Greek Monotonic

κλαστός: -ή, -όν (κλαίω), σπασμένος σε κομμάτια, σε Ανθ.

Middle Liddell

κλαστός, ή, όν κλάω
broken in pieces, Anth.