Ὀλυμπιονίκης: Difference between revisions
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Olympionikis | |Transliteration C=Olympionikis | ||
|Beta Code=*)olumpioni/khs | |Beta Code=*)olumpioni/khs | ||
|Definition=[ῑ], ου, Dor. | |Definition=[ῑ], ου, Dor. [[Ὀλυμπιονίκας]], ᾱ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[conqueror in the Olympic games]], Pi.''O.''6.4, al., [[Herodotus|Hdt.]]5.47,71, And.4.33, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 465d, Arist.''Rh.''1365a25.<br><span class="bld">II</span> as adjective, <b class="b3">Ὀ. ὕμνος, τεθμός</b>, Pi.''O.''3.3,7.88. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[le vainqueur aux jeux olympiques]].<br />'''Étymologie:''' [[Ὀλύμπια]], [[νικάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ὀλυμπῐονίκης''': [ῑ], -ου, Δωρ. -νίκᾱς, ᾱ, ὁ νικητὴς ἐν τοῖς Ὀλυμπιακοῖς ἀγῶσι, | |lstext='''Ὀλυμπῐονίκης''': [ῑ], -ου, Δωρ. -νίκᾱς, ᾱ, ὁ νικητὴς ἐν τοῖς Ὀλυμπιακοῖς ἀγῶσι, συχν. παρὰ Πινδ.· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀνδοκ. 23. 27, Πλάτ. Πολ. 465D, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 33. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Ὀλ. [[ὕμνος]], τεθμὸς Πινδ. 3. 4., 7. 162. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 12:05, 4 September 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, Dor. Ὀλυμπιονίκας, ᾱ, ὁ,
A conqueror in the Olympic games, Pi.O.6.4, al., Hdt.5.47,71, And.4.33, Pl.R. 465d, Arist.Rh.1365a25.
II as adjective, Ὀ. ὕμνος, τεθμός, Pi.O.3.3,7.88.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le vainqueur aux jeux olympiques.
Étymologie: Ὀλύμπια, νικάω.
Greek (Liddell-Scott)
Ὀλυμπῐονίκης: [ῑ], -ου, Δωρ. -νίκᾱς, ᾱ, ὁ νικητὴς ἐν τοῖς Ὀλυμπιακοῖς ἀγῶσι, συχν. παρὰ Πινδ.· ὡσαύτως παρ’ Ἀνδοκ. 23. 27, Πλάτ. Πολ. 465D, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 33. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Ὀλ. ὕμνος, τεθμὸς Πινδ. 3. 4., 7. 162.
Greek Monotonic
Ὀλυμπῐονίκης: [ῑ], -ου, Δωρ. -νίκᾱς, -ᾱ, ὁ, (νικάω),·
I. νικητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες, σε Πίνδ.
II. ως επίθ., Ὀλυμπιονίκης ὕμνος, στον ίδ.
Middle Liddell
νικάω
I. a conqueror in the Olympic games, Pind.
II. as adj., Ὀλ. ὕμνος Pind.