ἀλλεπάλληλος: Difference between revisions
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
mNo edit summary |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=allepallilos | |Transliteration C=allepallilos | ||
|Beta Code=a)llepa/llhlos | |Beta Code=a)llepa/llhlos | ||
|Definition=ον, [[one upon another]], [[successive]], [[ῥανίδες]] ''EM'' 702.20; [[νῆσσαι]] ''Sch. Arat.'' 982; [[cumulative]], [[σύνθεσις]] (as in | |Definition=ον, [[one upon another]], [[one after the other]], [[successive]], [[ῥανίς|ῥανίδες]] ''EM'' 702.20; [[νῆσσαι]] ''Sch. Arat.'' 982; [[cumulative]], [[σύνθεσις]] (as in [[συνομῆλιξ|συνομήλικες]]) ''EM'' 291.37; [[τὸ ἀλλεπάλληλον]] = [[accumulation]], [[alternation]], Paus. 9.39.4; [[alternating]], [[varying]], [[δρόμος|δρόμοι]] Vett.Val. 331.22; [[constantly changing]], [[ἀποτέλεσμα|ἀποτελέσματα]] 243.29. Adv. [[ἀλλεπαλλήλως]] = [[in turn]], [[consecutively]], [[in varied style]], 272.23; — also, [[in layers]], of stones, ''Arg.'' E. ''Ph.''; — perhaps to be written divisim ἄλλ' ἐπαλλήλως, Alciphr. ''Fr.'' 6.11. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[uno detrás de otro]], [[sucesivo]] λιτουργήσας ἀλλεπαλλήλους χρείας βαρυτάτας habiendo sido designado sucesivamente para las más pesadas liturgias</i>, <i>PSI</i> 1103.5 (II a.C.), κακοί Vett.Val.266.2, cf. 275.32, ῥανίδες <i>EM</i> 702.20G., νῆσσαι Sch.Arat.980M., κτύπον Sch.A.<i>Ch</i>.426<br /><b class="num">•</b>[[τὸ ἀλλεπάλληλον]] = [[lo ininterrumpido]] c. gen. πολέμων Paus.9.39.4.<br /><b class="num">2</b> gram. [[acumulativo]] σύνθεσις <i>EM</i> 291.37G.<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἀλλεπάλληλον]] = [[acumulación]] τῶν διχρόων Eust.149.10.<br /><b class="num">II</b> astrol. [[alternativo]] δρόμοι Vett.Val.331.22, ἀποτελέσματα Vett.Val.243.29.<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἀλλεπαλλήλως]]<br /><b class="num">1</b> [[en capas]] de piedras, E.<i>Ph</i>.argumen. (Nauck (T) II p.393).<br /><b class="num">2</b> [[sucesivamente]] Epiph.Const.<i>Ep.Arab</i>. en <i>Haer</i>.78.4 (p.455.6), συγκοσμῆσαι βουλόμενος ἀλλεπαλλήλως Vett.Val.272.23, cf. <i>EM</i> 85.46. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλλεπάλληλος''': -ον, ὁ εἷς ἐπὶ τοῦ ἄλλου, τὸ ἀλλεπ-, ἐπισώρευσις, Παυσ. 9. 39, 4, Γραμμ.: [[ἀμοιβαῖος]] Ἐκκλ. - Ἀλλ’ ἐν τοῖς πλείστοις χωρίοις ἐξαιρέσει τῶν μεταγεν. συγγραφ. οἱ ἐκδόται γράφουσι [[διακεκριμένως]] ἀλλ’ ἐπ., ἴδε Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 6, 11, Heinichen Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 2. 6. | |lstext='''ἀλλεπάλληλος''': -ον, ὁ εἷς ἐπὶ τοῦ ἄλλου, τὸ ἀλλεπ-, ἐπισώρευσις, Παυσ. 9. 39, 4, Γραμμ.: [[ἀμοιβαῖος]] Ἐκκλ. - Ἀλλ’ ἐν τοῖς πλείστοις χωρίοις ἐξαιρέσει τῶν μεταγεν. συγγραφ. οἱ ἐκδόται γράφουσι [[διακεκριμένως]] ἀλλ’ ἐπ., ἴδε Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 6, 11, Heinichen Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 2. 6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλλεπάλληλος]], -ον)<br />ο [[ένας]] [[επάνω]] στον [[άλλο]], ο [[ένας]] [[μετά]] τον [[άλλο]], αλληλοδιάδοχος, [[συνεχής]], [[πυκνός]], [[συχνός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εναλλασσόμενος, μεταβαλλόμενος, [[ποικίλος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀλλεπάλληλον</i><br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀλλεπαλλήλως</i><br />[[κατά]] σωρούς, [[σωρηδόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλλος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἐπάλληλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[αλλεπαλληλία]]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλλεπάλληλος]], -ον)<br />ο [[ένας]] [[επάνω]] στον [[άλλο]], ο [[ένας]] [[μετά]] τον [[άλλο]], αλληλοδιάδοχος, [[συνεχής]], [[πυκνός]], [[συχνός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εναλλασσόμενος, μεταβαλλόμενος, [[ποικίλος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀλλεπάλληλον</i><br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀλλεπαλλήλως</i><br />[[κατά]] σωρούς, [[σωρηδόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλλος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἐπάλληλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[αλλεπαλληλία]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:20, 3 June 2023
English (LSJ)
ον, one upon another, one after the other, successive, ῥανίδες EM 702.20; νῆσσαι Sch. Arat. 982; cumulative, σύνθεσις (as in συνομήλικες) EM 291.37; τὸ ἀλλεπάλληλον = accumulation, alternation, Paus. 9.39.4; alternating, varying, δρόμοι Vett.Val. 331.22; constantly changing, ἀποτελέσματα 243.29. Adv. ἀλλεπαλλήλως = in turn, consecutively, in varied style, 272.23; — also, in layers, of stones, Arg. E. Ph.; — perhaps to be written divisim ἄλλ' ἐπαλλήλως, Alciphr. Fr. 6.11.
Spanish (DGE)
-ον
I 1uno detrás de otro, sucesivo λιτουργήσας ἀλλεπαλλήλους χρείας βαρυτάτας habiendo sido designado sucesivamente para las más pesadas liturgias, PSI 1103.5 (II a.C.), κακοί Vett.Val.266.2, cf. 275.32, ῥανίδες EM 702.20G., νῆσσαι Sch.Arat.980M., κτύπον Sch.A.Ch.426
•τὸ ἀλλεπάλληλον = lo ininterrumpido c. gen. πολέμων Paus.9.39.4.
2 gram. acumulativo σύνθεσις EM 291.37G.
•subst. τὸ ἀλλεπάλληλον = acumulación τῶν διχρόων Eust.149.10.
II astrol. alternativo δρόμοι Vett.Val.331.22, ἀποτελέσματα Vett.Val.243.29.
III adv. ἀλλεπαλλήλως
1 en capas de piedras, E.Ph.argumen. (Nauck (T) II p.393).
2 sucesivamente Epiph.Const.Ep.Arab. en Haer.78.4 (p.455.6), συγκοσμῆσαι βουλόμενος ἀλλεπαλλήλως Vett.Val.272.23, cf. EM 85.46.
German (Pape)
[Seite 102] Eins auf's Andere gehäuft, Paus. 9, 39, 4; bes. Gramm., B. A. 1192.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλεπάλληλος: -ον, ὁ εἷς ἐπὶ τοῦ ἄλλου, τὸ ἀλλεπ-, ἐπισώρευσις, Παυσ. 9. 39, 4, Γραμμ.: ἀμοιβαῖος Ἐκκλ. - Ἀλλ’ ἐν τοῖς πλείστοις χωρίοις ἐξαιρέσει τῶν μεταγεν. συγγραφ. οἱ ἐκδόται γράφουσι διακεκριμένως ἀλλ’ ἐπ., ἴδε Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 6, 11, Heinichen Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 2. 6.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλλεπάλληλος, -ον)
ο ένας επάνω στον άλλο, ο ένας μετά τον άλλο, αλληλοδιάδοχος, συνεχής, πυκνός, συχνός
αρχ.
1. εναλλασσόμενος, μεταβαλλόμενος, ποικίλος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλλεπάλληλον
3. επίρρ. ἀλλεπαλλήλως
κατά σωρούς, σωρηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλλος + ἐπάλληλος.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αλλεπαλληλία].