μινυανθής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=minyanthis
|Transliteration C=minyanthis
|Beta Code=minuanqh/s
|Beta Code=minuanqh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[blooming a short time]], <span class="bibl">Max.76</span>; <b class="b3">τὸ μ</b>., = [[τριπέτηλον]], [[τρίφυλλον]], [[treacle clover]], [[Psoralea bituminosa]], <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>522</span>, Gal.12.144.</span>
|Definition=μινυανθές, [[blooming a short time]], Max.76; <b class="b3">τὸ μ.</b>, = [[τριπέτηλον]], [[τρίφυλλον]], [[treacle clover]], [[Psoralea bituminosa]], Nic.''Th.''522, Gal.12.144.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μινυανθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανθεί για μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μινυανθές</i><br />[[είδος]] φυτού («[[τρίφυλλον]], τὴν [[ἤτοι]] μινυανθές, ὁ δὲ τριπέτηλον ἐνίσπει», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μινυ</i>- του [[μινύθω]] «[[περικόπτω]], [[ελαττώνω]]» (<b>βλ.</b> [[μινύθω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄνθος]]), [[πρβλ]]. <i>χρυσ</i>-<i>ανθής</i>].
|mltxt=[[μινυανθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανθεί για μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μινυανθές</i><br />[[είδος]] φυτού («[[τρίφυλλον]], τὴν [[ἤτοι]] μινυανθές, ὁ δὲ τριπέτηλον ἐνίσπει», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μινυ</i>- του [[μινύθω]] «[[περικόπτω]], [[ελαττώνω]]» (<b>βλ.</b> [[μινύθω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄνθος]]), [[πρβλ]]. [[χρυσανθής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐνῠανθής Medium diacritics: μινυανθής Low diacritics: μινυανθής Capitals: ΜΙΝΥΑΝΘΗΣ
Transliteration A: minyanthḗs Transliteration B: minyanthēs Transliteration C: minyanthis Beta Code: minuanqh/s

English (LSJ)

μινυανθές, blooming a short time, Max.76; τὸ μ., = τριπέτηλον, τρίφυλλον, treacle clover, Psoralea bituminosa, Nic.Th.522, Gal.12.144.

German (Pape)

[Seite 188] ές, kurze Zeit blühend, τρίφυλλον, Nic. Ther. 522, v.l. μηνυανθής(?), u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῐνῠανθής: -ές, ὁ ἐπὶ βραχὺν χρόνον ἀνθῶν, θάλλων, Μαξίμ. π. Καταρχ. 76· - τὸ μινυανθὲς Νικ. Θηρ. 522.

Greek Monolingual

μινυανθής, -ές (Α)
1. αυτός που ανθεί για μικρό χρονικό διάστημα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μινυανθές
είδος φυτού («τρίφυλλον, τὴν ἤτοι μινυανθές, ὁ δὲ τριπέτηλον ἐνίσπει», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυ- του μινύθω «περικόπτω, ελαττώνω» (βλ. μινύθω) + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χρυσανθής].