ῥοιζώδης: Difference between revisions
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=roizodis | |Transliteration C=roizodis | ||
|Beta Code=r(oizw/dhs | |Beta Code=r(oizw/dhs | ||
|Definition=ες, | |Definition=ες, [[like]] or [[with a rushing noise]], of the pulse, Archig. ap. Gal.8.647; of emission of breath, Id.5.231: <b class="b3">τὸ ῥ.</b> [[rapid]], [[whizzing motion]], Plu.2.923c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] ες, geräuschartig, geräuschvoll, Sp.; τὸ ῥοιζῶδες, geräuschvolle Schnelligkeit, Plut.; τῆς περιαγωγῆς, de fac. in orbe lun. 6, besser als die [[varia lectio|v.l.]] ῥιζῶδες. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] ες, geräuschartig, geräuschvoll, Sp.; τὸ ῥοιζῶδες, geräuschvolle Schnelligkeit, Plut.; τῆς περιαγωγῆς, de fac. in orbe lun. 6, besser als die [[varia lectio|v.l.]] ῥιζῶδες. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />bruyant ; impétueux.<br />'''Étymologie:''' [[ῥοῖζος]], -ωδης. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥοιζώδης:''' [[шумящий]], [[шумный]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥοιζώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς ὁρμητικὸν ἦχον ἢ μετὰ ἤχου ὁρμητικοῦ, [[θορυβώδης]], Γαλην.· τὸ ῥοιζῶδες, ὁρμητικὴ μετὰ συριγμοῦ καὶ θορύβου [[κίνησις]], Πλούτ. 2. 923C. | |lstext='''ῥοιζώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς ὁρμητικὸν ἦχον ἢ μετὰ ἤχου ὁρμητικοῦ, [[θορυβώδης]], Γαλην.· τὸ ῥοιζῶδες, ὁρμητικὴ μετὰ συριγμοῦ καὶ θορύβου [[κίνησις]], Πλούτ. 2. 923C. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῶδες, Α [[ | |mltxt=-ῶδες, Α [[ῥοῖζος]]<br /><b>1.</b> [[ηχηρός]], [[θορυβώδης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥοιζῶδες</i><br />η [[κίνηση]] που συνοδεύεται από θόρυβο, από [[σφύριγμα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:55, 6 February 2024
English (LSJ)
ες, like or with a rushing noise, of the pulse, Archig. ap. Gal.8.647; of emission of breath, Id.5.231: τὸ ῥ. rapid, whizzing motion, Plu.2.923c.
German (Pape)
[Seite 848] ες, geräuschartig, geräuschvoll, Sp.; τὸ ῥοιζῶδες, geräuschvolle Schnelligkeit, Plut.; τῆς περιαγωγῆς, de fac. in orbe lun. 6, besser als die v.l. ῥιζῶδες.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
bruyant ; impétueux.
Étymologie: ῥοῖζος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ῥοιζώδης: шумящий, шумный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοιζώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς ὁρμητικὸν ἦχον ἢ μετὰ ἤχου ὁρμητικοῦ, θορυβώδης, Γαλην.· τὸ ῥοιζῶδες, ὁρμητικὴ μετὰ συριγμοῦ καὶ θορύβου κίνησις, Πλούτ. 2. 923C.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α ῥοῖζος
1. ηχηρός, θορυβώδης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥοιζῶδες
η κίνηση που συνοδεύεται από θόρυβο, από σφύριγμα.